Τα τελευταία χρόνια, και ιδίως από το 2020 και μετά, παρατηρείται μία έξαρση στην αγορά ιδιωτικών σχολείων από επενδυτικά funds και διεθνείς ομίλους. Πρόκειται για μια σιωπηλή, αλλά ριζική αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού τοπίου η οποία μας θέτει ένα αναπόδραστο ερώτημα: τι σημαίνει όταν η παιδεία μετατρέπεται σε επενδυτικό προϊόν;
Η είσοδος κεφαλαίων από εταιρείες, όπως οι BC Partners, CVC, International Schools Partnership και άλλες, παρουσιάζεται με γλώσσα που παραπλανεί και γοητεύει: «εκσυγχρονισμός», «καινοτομία», «αναβάθμιση υπηρεσιών».
Η αλήθεια όμως, πίσω από το παραπέτασμα, είναι διαφορετική. Το σχολείο, από χώρος παιδαγωγικής φροντίδας και μάθησης, γίνεται μηχανισμός απόδοσης και κέρδους. Οι καθηγητές μετατρέπονται σε KPI (Key Performance Indicators), δηλαδή Δείκτες Κρίσιμης Απόδοσης, τα προγράμματα σπουδών προσαρμόζονται στους όρους αγοράς, ενώ η ελληνική γλώσσα και ο πολιτισμός μας υποχωρούν έναντι της παγκοσμιοποιημένης αγγλόφωνης εταιρικής ταυτότητας.
Πράγματι, τα ιδιωτικά σχολεία είναι ελκυστικά για τους επενδυτές. Σου δίνουν ένα σταθερό εισόδημα, η ζήτησή τους είναι αυξανόμενη από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα, ο ανταγωνισμός είναι σχετικά μικρός, ενώ τα περιθώρια κέρδους είναι μεγάλα. Δεν είναι, εξάλλου, διόλου τυχαίο που funds, που παραδοσιακά επένδυαν σε real estate ή στην υγεία, τώρα έχουν στραφεί στα σχολεία.
Η απάντηση στην ερώτηση γιατί τα αγοράζουν έχει εν μέρει δοθεί. Θα ήταν ολοκληρωμένη εάν προσθέταμε και τους πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους. Το έδαφος στην Ελλάδα ήταν έτοιμο για την επέλασή τους. Η δημόσια εκπαίδευση καταρρέει, απαξιώνεται από το κράτος, υποχρηματοδοτείται και βουλιάζει χρόνο με τον χρόνο. Ελλείψεις εκπαιδευτικών, κτήρια που σαπίζουν, αναπληρωτές μεταφερόμενοι από τη μια γωνιά της Ελλάδας στην άλλη με την ελπίδα ενός διορισμού, γονείς που πληρώνουν φροντιστήρια, μαθητές εγκαταλελειμμένοι.
Αυτό το νοσηρό περιβάλλον γέννησε την ψευδαίσθηση της ανάγκης για τον ιδιωτικό τομέα.
Πολλοί γονείς δεν στρέφονται στα ιδιωτικά γιατί επιθυμούν να γίνουν «ελίτ», αλλά επειδή το δημόσιο τους έπεισε ότι δεν μπορεί να καλύψει τα βασικά. Κι εδώ εμφανίζεται η αγορά. Δεν επενδύουν μόνο τα funds, εκμεταλλεύονται την κοινωνική απελπισία. Και η κυβέρνηση συναινεί ή μάλλον πρωτοστατεί.
Πρωτοστατεί σε μία οργανωμένη στρατηγική ιδιωτικοποίησης κάθε δημόσιου αγαθού, όπως κάνει με την ενέργεια, την υγεία, οτιδήποτε ζωτικό για τον άνθρωπο. Σκοπός της είναι να παρουσιάσει την ιδιωτικοποίηση ως «σωτηρία», τον κοινωνικό αποκλεισμό ως φυσική κατάσταση και την παραμέληση της γλώσσας και της κουλτούρας μας ως αναγκαιότητα των καιρών.
Στην Ελλάδα του 2025 δεν αγοράζονται απλώς σχολεία, αγοράζεται η αγωνία των γονιών για ένα καλύτερο αύριο, η ανάγκη των διδασκόντων για εργασία με όρους επαχθείς, όπως συχνά καταγγέλλεται, η διάψευση της κοινωνίας μας για ουσιαστική παιδεία, η ελληνική μας ταυτότητα, η αδιαφορία της πολιτείας για το πιο θεμελιώδες κοινωνικό συμβόλαιο: την ισότητα στην εκκίνηση.