Η στεγαστική κρίση στην Ελλάδα έχει μετατραπεί σε έναν από τους πιο οξείς κοινωνικούς γρίφους της εποχής μας, πλήττοντας κυρίως τους νέους και υπονομεύοντας τη δημογραφική ανανέωση της χώρας. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), η αυξανόμενη απόκλιση μεταξύ του κόστους στέγασης και των εισοδημάτων των νέων έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δυνατότητά τους να αποκτήσουν δική τους κατοικία, γεγονός που καθυστερεί ή αποτρέπει τη δημιουργία οικογένειας και τη γέννηση παιδιών.
Από το 2009 έως το 2024, ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 25–45 ετών στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 850.000 άτομα, δηλαδή περίπου κατά 25%. Η μείωση αυτή δείχνει ότι το στεγαστικό πρόβλημα δεν οφείλεται σε αύξηση της ζήτησης λόγω πληθυσμιακής ανάπτυξης, αλλά σε άλλους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. Παράλληλα, οι τιμές αγοράς και ενοικίασης κατοικιών αυξάνονται συνεχώς, ενώ τα εισοδήματα των νέων παραμένουν στάσιμα ή μειώνονται, καθιστώντας τη στέγαση οικονομικά απρόσιτη.
Το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα, το οποίο παραδοσιακά ήταν από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, υποχώρησε από 74% το 2014 σε 69,6% το 2023, με τη μείωση να είναι εντονότερη στα μεγάλα αστικά κέντρα. Παράλληλα, παρατηρείται αύξηση στο ποσοστό των νέων που διαμένουν με τους γονείς τους. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 18–34 ετών που ζουν με τους γονείς τους αυξήθηκε κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες την περίοδο 2010–2022, φτάνοντας το 72%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι περίπου 50%. Σήμερα, η μέση ηλικία αποχώρησης από τη γονική κατοικία στην Ελλάδα ξεπερνά τα 30,5 έτη.
Η κυβέρνηση, παρά τις εξαγγελίες, δεν έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ζήτημα. Η έλλειψη ουσιαστικής στεγαστικής πολιτικής, η ανεξέλεγκτη αύξηση των ενοικίων και η απουσία κινήτρων για την απόκτηση κατοικίας από νέους έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου η στέγαση αποτελεί πολυτέλεια.
Τα κυβερνητικά προγράμματα τύπου «Σπίτι μου 1 & 2» όχι μόνο δεν έλυσαν το πρόβλημα, αλλά το επιδείνωσαν. Στην πράξη, εξαιρούν τη μεγάλη πλειοψηφία των νέων που δεν πληρούν αυστηρές τραπεζικές προϋποθέσεις ή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να καλύψουν τις ελλείψεις της χρηματοδότησης. Τα προγράμματα αυτά λειτούργησαν περισσότερο ως επικοινωνιακά τεχνάσματα παρά ως πραγματικά εργαλεία αντιμετώπισης της στεγαστικής ασφυξίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, το κόμμα ΝΙΚΗ προτείνει μια σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης:
• Ενίσχυση της κοινωνικής κατοικίας: Κατασκευή και ανακαίνιση κατοικιών που θα διατεθούν με προσιτά ενοίκια σε νέους, πολύτεκνες οικογένειες και ευπαθείς ομάδες.
• Επιδότηση ενοικίου: Παροχή οικονομικής ενίσχυσης σε νέους και νέα ζευγάρια για την κάλυψη του κόστους ενοικίου.
• Κίνητρα για ιδιοκατοίκηση: Φορολογικές ελαφρύνσεις και ευνοϊκά δάνεια για την απόκτηση πρώτης κατοικίας από νέους.
• Αξιοποίηση ακινήτων του Δημοσίου: Παραχώρηση ακινήτων του Δημοσίου για τη δημιουργία κοινωνικών κατοικιών.
Η εφαρμογή αυτών των μέτρων είναι απαραίτητη για την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης και τη διασφάλιση του δικαιώματος στη στέγαση για όλους τους πολίτες. Η στέγαση δεν πρέπει να είναι προνόμιο των λίγων, αλλά δικαίωμα των πολλών.