Η τραπεζική αναδιάρθρωση των τελευταίων ετών, που υλοποιήθηκε με εργαλεία όπως το πρόγραμμα «Ηρακλής», δεν αποτελεί απλώς ένα τεχνοκρατικό μοντέλο διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους, αλλά συνιστά μια άνευ προηγουμένου αναδιανομή πλούτου υπέρ των ιδιωτών και σε βάρος του Δημοσίου, των φορολογουμένων και των δανειοληπτών.
Η δε περίπτωση της ιδιωτικοποίησης της Attica Bank θεωρείται σήμερα σκανδαλώδης: μια διαδικασία στην οποία το Δημόσιο επένδυσε σχεδόν 1 δισ. ευρώ, αλλά «χάρισε» τον έλεγχο της τράπεζας σε ιδιώτες, που «επένδυσαν» πολύ λιγότερα και ήδη ανακτούν την επένδυσή τους από τα κόκκινα δάνεια.
Η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, δεδομένου οτι η ψήφιση του νόμου για τον «Ηρακλή ΙΙΙ» (Ιούλιος 2024), προβλέπει επιπλέον κρατικές εγγυήσεις για την τιτλοποίηση κόκκινων δανείων. Σε αυτό το πλαίσιο, εντάχθηκαν και τα προβληματικά δάνεια των Attica Bank και Παγκρήτιας, με την Attica να προβλέπει ζημία περίπου 400 εκατ. ευρώ από τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα, ποσό που και αυτό θα καλυφθεί τελικά από το κράτος.
Πιο συγκεκριμένα, όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα με κοινοβουλευτική ερώτηση της ΝΙΚΗΣ, η Attica Bank πούλησε τιτλοποιημένα «κόκκινα» δάνεια ύψους 2,36 δισ. ευρώ, έναντι μόλις 45,5 εκατ. ευρώ, δηλαδή στο 1,93% της λογιστικής αξίας τους!
Ακόμα πιο αποκαλυπτικό είναι το γεγονός ότι το 95% των δανείων χαμηλής εξασφάλισης, ύψους 2,17 δισ. ευρώ, πουλήθηκε μόνο για 2 ευρώ !!
Ο τρόπος ανάκτησης της «επένδυσης» αυτής από την πλευρά των ιδιωτών μπορεί εύκολα να κατανοηθεί. Τα δάνεια αυτά περιέρχονται σε επενδυτικά funds – σε αυτή την περίπτωση της Davidson Kempner Capital Management – τα οποία, μέσω των servicers (εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, της Cepal σε αυτή την περίπτωση), επιχειρούν να εισπράξουν το μέγιστο δυνατό ποσό από τους δανειολήπτες. Ο στόχος είναι να ανακτήσουν, όχι μόνο το 2% που κατέβαλαν, αλλά μέχρι και το 100% της αρχικής οφειλής, βασιζόμενοι στην πίεση, στη νομική υπεροπλία και στους πλειστηριασμούς.
Με λίγα λόγια, η συμφωνία λειτουργεί ως εξής : ο ιδιώτης αγόρασε για 2 ευρώ, χρέη πάνω από 2 δισεκ. ευρώ και τώρα απαιτεί δεκαπλάσια ή εκατονταπλάσια ποσά από δανειολήπτες που έχουν ήδη πληρώσει σημαντικά ποσά, αλλά δεν κατάφεραν να αποπληρώσουν το υπόλοιπο.
Το εξωφρενικό είναι οτι η κυβέρνηση τούς παρέχει πλήρη νομοθετική κάλυψη και εγγυήσεις για να το πράξουν.
Όλα αυτά δεν αποτελούν έκπληξη. Από την πρώτη στιγμή είχαμε επισημάνει – τόσο σε κοινοβουλευτικό επίπεδο όσο και στον δημόσιο διάλογο – ότι ο σχεδιασμός του «Ηρακλή» και ο τρόπος που τελικά επιλέχθηκε για τη συγχώνευση Attica – Παγκρήτιας δεν διασώζει τράπεζες, αλλά παραδίδει δημόσια και ιδιωτική περιουσία σε κερδοσκοπικά συμφέροντα.
Η καλύτερη λύση θα ήταν οι δύο αυτές τράπεζες να απορροφηθούν από έναν Δημόσιο Οργανισμό, να τακτοποιηθούν οι λογιστικές εκκρεμότητές τους και να ρυθμιστούν τα προβληματικά τους στοιχεία –προσαυξήσεις, πανωτόκια, προμήθειες, πρόστιμα- (αντίστοιχη πρόταση είχε διατυπώσει η Τράπεζα Ελλάδος το 2020).
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όμως, με το νομοθετικό πλαίσιο που θέσπισε και με την πολιτική επιλογή να στηρίξει τη συγχώνευση αυτή με χρήματα του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) –χρήματα των Ελλήνων πολιτών δηλαδή- , μετέφερε κεφάλαια του Δημοσίου στους ιδιώτες, χωρίς ανταποδοτικότητα, χωρίς έλεγχο και χωρίς διαφάνεια.
Ενώ το ΤΧΣ έχει επενδύσει συνολικά 954,8 εκατ. ευρώ, το ποσοστό του Δημοσίου είναι μόνο 36,2%, ενώ οι ιδιώτες «επενδυτές» κατέχουν σήμερα το 54,6% της νέας τράπεζας, με πραγματική εισφορά περίπου 200 εκατ. ευρώ. Αυτή η μαθηματική διαστροφή κατέστη δυνατή μέσω δωρεάν παραχώρησης 180,8 εκατομμυρίων τίτλων κτήσης μετοχών από το ΤΧΣ προς τους ιδιώτες. Με τιμή έκδοσης 1,87 ευρώ ανά μετοχή, το κόστος αυτής της μεταβίβασης ανέρχεται για το δημόσιο σε 338 εκατ. ευρώ. Η πράξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά παραχώρηση δημόσιας περιουσίας χωρίς αντιστάθμισμα.
Η κριτική δεν αφορά μόνο τον οικονομικό σχεδιασμό, αλλά και την ηθική βάση αυτής της πολιτικής.
Πώς είναι δυνατόν, την ώρα που χιλιάδες πολίτες χάνουν την πρώτη κατοικία τους, να μεταφέρονται κόκκινα δάνεια σε εξευτελιστική τιμή σε funds, τα οποία στη συνέχεια απαιτούν από τους ίδιους πολίτες ολόκληρο το χρέος, προσαυξημένο με τόκους, προμήθειες και έξοδα; Πώς είναι δυνατόν να πανηγυρίζει η κυβέρνηση για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, όταν η διαδικασία αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη βίαιη αναδιανομή περιουσίας από τα ελληνικά νοικοκυριά προς επενδυτικούς ομίλους του εξωτερικού;
Αυτό που συμβαίνει είναι ξεκάθαρο : οι ιδιώτες απέκτησαν την τράπεζα με δημόσιο χρήμα και τώρα ανακτούν τα χρήματα αυτά, όχι από επενδυτικές πρωτοβουλίες ή χρηστή τραπεζική διοίκηση, αλλά από την αδυναμία των δανειοληπτών να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Το βάρος μεταφέρεται και πάλι στους πολίτες – οφειλέτες, είτε μέσω των πλειστηριασμών είτε μέσω των εγγυήσεων του Δημοσίου στο πρόγραμμα «Ηρακλής».
Επίσης σχετικά με την Attica Bank, όλοι θα θυμούνται ότι το 2015 η τότε διοίκηση του επικουρικού Ταμείου ΤΑΠΙΛΤΑΤ (κατόπιν πιέσεων;) αποφάσισε να επενδύσει 55,5 εκατ. ευρώ στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας.
Σύμφωνα με το Σύλλογο Συνταξιούχων, ενώ αρχικά το Ταμείο είχε αποκτήσει 185 εκατ. μετοχές περίπου, μετά από 4 αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που έκανε η τράπεζα (στις οποίες δεν συμμετείχε το ΤΑΠΙΛΤΑΤ) και τα αντίστοιχα reverse split, στα τέλη του 2024 είχαν απομείνει μόνο 14,5 !! μετοχές, με την αποτίμησή τους να ήταν στα 8 ευρώ !!, δηλαδή εξαϋλώθηκαν και τα 55,5 εκατ. ευρώ !!, με αποτέλεσμα έκτοτε οι επικουρικές συντάξεις του να συρρικνωθούν σε επίπεδα 40-50 ευρώ.
Αυτή δεν είναι τραπεζική πολιτική. Είναι στρατηγική απομύζησης της κοινωνικής και ιδιωτικής περιουσίας με εργαλεία που δημιουργήθηκαν για να εξυγιάνουν το σύστημα, αλλά χρησιμοποιούνται για να πλουτίζουν λίγοι σε βάρος των πολλών. Δυστυχώς, οι φόβοι που σε όλους τους τόνους είχαμε διατυπώσει, κατά την σχετική συζήτηση στη Βουλή, έγιναν πράξη κατά το χειρότερο τρόπο.
Γενικότερα βέβαια, το ΤΧΣ ήταν ιδιαίτερα γαλαντόμο στο να σκορπά δισεκατομμύρια δεξιά και αριστερά. Στην Ετήσια Έκθεση για το 2024, διαβάζουμε ότι οι «Απαιτήσεις από Τράπεζες υπό Εκκαθάριση» (δηλαδή τράπεζες που ήδη δεν υπάρχουν), το συνολικό ποσό του funding gap που καταβλήθηκε από το Ταμείο ανήλθε σε 13,5 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων μόνο τα 878 εκατ. ανακτήθηκαν και επομένως παραπάνω από 12 δισεκ. ευρώ αξιολογήθηκαν ως μη ανακτήσιμα και χάθηκαν.
Η αποδοχή της λογικής της «αναγκαίας εξυγίανσης» δεν συνιστά οικονομική πολιτική, αλλά αποτελεί πραγματική κοινωνική εκτροπή με τραπεζικό μανδύα και βρίσκει απέναντί της όλους τους Έλληνες. Πρέπει η Κυβέρνηση να αναλάβει επιτέλους την πολιτική και νομική ευθύνη αυτής της οργανωμένης μεταφοράς πλούτου.
Αντώνης Καλόγηρος
Μέλος Βουλευτηρίου της ΝΙΚΗΣ
Οικονομολόγος, Υπεύθυνος Θ.Ο. Εθνικής Οικονομίας της ΝΙΚΗΣ