Παρά τις αρχικές εξαγγελίες και τις διαβεβαιώσεις από την πλευρά της κυβέρνησης, το φιλόδοξο έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ μέσω του EuroAsia Interconnector μοιάζει σήμερα να παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, υπό την πίεση της Άγκυρας και με φόντο μια στάση κατευνασμού, φαίνεται να υπαναχωρεί, θέτοντας σε σοβαρό κίνδυνο όχι μόνο ένα ενεργειακό εγχείρημα διεθνούς σημασίας, αλλά και την ίδια την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.
Η εικόνα δεν είναι καινούργια. Οι παρενοχλήσεις του τουρκικού ναυτικού στα νότια της Κάσου και της Κρήτης απέναντι σε ερευνητικά σκάφη που δρούσαν εντός ελληνικής ΑΟΖ είχαν ήδη προϊδεάσει για την κατεύθυνση των εξελίξεων. Όταν μάλιστα ελληνική πλευρά αποδέχθηκε —έστω και σιωπηρά— να ζητήσει το ιταλικό ερευνητικό σκάφος άδεια από την Τουρκία για έρευνες σε περιοχή οριοθετημένη με την Αίγυπτο, ήταν φανερό πως τα κυριαρχικά δικαιώματα αντιμετωπίζονταν όχι ως αδιαπραγμάτευτα, αλλά ως διαπραγματεύσιμα.
Η ουσία είναι μία: Η Τουρκία, χωρίς να ρίξει ούτε έναν πυροβολισμό, καταφέρνει να επιβάλει de facto τη δική της ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου, ακυρώνοντας στην πράξη τις ελληνικές θέσεις περί θαλάσσιων ζωνών. Το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο, παράνομο με βάση το διεθνές δίκαιο, γίνεται λειτουργικό εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής από την Άγκυρα, την ώρα που η Αθήνα περιορίζεται σε διπλωματικές δηλώσεις και επίκληση του διεθνούς δικαίου —χωρίς αποτέλεσμα.
Η κρίσιμη απόφαση να υπογραφεί η Πολιτική Διακήρυξη των Αθηνών τον Δεκέμβριο του 2023, που ερμηνεύτηκε από αναλυτές ως αυτοπεριορισμός της χώρας σε επίπεδο ενεργειακών κινήσεων, ήρθε να επιβεβαιώσει την τάση εγκλωβισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε ένα πλαίσιο κατευνασμού. Το αφήγημα της κυβέρνησης για «ήρεμα ύδατα» μετατρέπεται σταδιακά σε μονομερή υποχώρηση, την ώρα που η Τουρκία ενισχύει την αναθεωρητική της πορεία.
Απέναντι σε όλα αυτά, η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει υποτονική —πλαδαρή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται— με ελάχιστες ουσιαστικές παρεμβάσεις για τη στήριξη του έργου ή για την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών-μελών της. Το αποτέλεσμα είναι διττό: καθυστερήσεις στο έργο, αυξημένο κόστος και σημαντική διπλωματική φθορά για την Ελλάδα.
Από στρατηγικής πλευράς, το πρόβλημα είναι ακόμη βαθύτερο. Η Ελλάδα επιχειρεί να υλοποιήσει ένα τεχνικά και διπλωματικά φιλόδοξο έργο, χωρίς πρώτα να έχει οριοθετήσει ΑΟΖ με την Κυπριακή Δημοκρατία —ένα νομικό κενό που προσφέρει πρόσφορο έδαφος για τουρκικές παρεμβάσεις. Η απόπειρα να υπάρξουν τετελεσμένα χωρίς επαρκή νομική κατοχύρωση, αποδεικνύεται εύθραυστη και χωρίς στρατηγική συνέπεια.
Αν η χώρα δεν προχωρήσει σε αποφασιστικές ενέργειες, όπως η ανακήρυξη ΑΟΖ και η στήριξή της στην πράξη, το έργο του EuroAsia Interconnector κινδυνεύει να μείνει ένα «ημίμετρο» χωρίς αντίκρισμα —ή, όπως εύστοχα σημειώνεται, μια «τρύπα στο νερό».
Η εθνική στρατηγική δεν μπορεί να χτιστεί μόνο πάνω στην ελπίδα της διεθνούς συμπαράστασης ή στην αποφυγή κρίσεων. Απαιτεί τόλμη, σαφείς στόχους και τη βούληση να υπερασπιστείς αυτό που σου ανήκει.
Αναστάσιος (Τάσος) Οικονομόπουλος
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Βουλευτής Α’ Ανατολικής Αττικής της ΝΙΚΗΣ