Η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, του σημαντικότερου χρηματοδοτικού εργαλείου στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί για κάθε κράτος μέλος πράξη εθνικής στρατηγικής σημασίας. Δεν πρόκειται για μια απλή κατανομή κονδυλίων, αλλά για την ιστορική ευκαιρία ανασυγκρότησης των υποδομών, της παραγωγικής βάσης και της θεσμικής λειτουργίας της χώρας, σε μία μετα-κρίση εποχή.
Η διαχείριση αυτών των πόρων από την παρούσα κυβέρνηση έχει εγείρει σοβαρά ερωτήματα διαφάνειας, λογοδοσίας και σεβασμού στους ευρωπαϊκούς κανόνες και στις δημοκρατικές αρχές. Από την έναρξη της υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου «Ελλάδα 2.0» μέχρι και σήμερα, πλήθος γεγονότων, ελέγχων και παρεμβάσεων τεκμηριώνουν μια ανησυχητική τάση διολίσθησης από τον κανόνα της θεσμικής ευθύνης προς πρακτικές συγκεντρωτισμού, σιωπής και πολιτικής αυθαιρεσίας.
Η ουσία του προβλήματος, φαίνεται ότι είναι η έλλειψη στοιχειώδους διαφάνειας. Αντί για έναν ανοιχτό μηχανισμό διάθεσης των κονδυλίων, βάσει διαγωνιστικών διαδικασιών με όρους ισονομίας και ανταγωνισμού, αυτό που καταγράφεται είναι ένα μοτίβο αδιαφάνειας, απευθείας αναθέσεων και αποκλεισμών. Όλες οι προσπάθειες κοινοβουλευτικού ελέγχου, προκειμένου να διαπιστωθεί σε ποια έργα έχουν διενεργηθεί διαγωνισμοί, ποιοι συμμετείχαν, ποιοι αποκλείστηκαν και γιατί, έχουν πέσει στο κενό.
Οι απαντήσεις της διοίκησης, ακόμη και σε επίσημα αιτήματα κατάθεσης εγγράφων, περιορίζονται σε γενικόλογες παραπομπές σε βάσεις δεδομένων και πλατφόρμες δημοσιότητας (όπως η «Διαύγεια» ή το ΚΗΜΔΗΣ), χωρίς παροχή συνολικών και συνθετικών καταλόγων, όπως θα απαιτούσε η λογική της θεσμικής λογοδοσίας. Η άπνοια πληροφόρησης δεν είναι τεχνική, είναι πολιτική. Και η απόκρυψη στοιχείων ενόσω η χώρα αξιοποιεί κοινοτικούς πόρους δεν συνιστά απλώς θεσμικό έλλειμμα – αλλά εν δυνάμει σκάνδαλο.
Ελεγκτικοί θεσμοί επιβεβαιώνουν τις ανησυχίες. Δεν πρόκειται, πλέον, μόνο για ενδείξεις ή πολιτικές ερμηνείες. Το Ελεγκτικό Συνέδριο, ένα εκ των τριών ανώτατων δικαστηρίων της χώρας, δημοσίευσε πρόσφατα συγκλονιστικά ευρήματα μετά από ανάλυση 2.601 φακέλων δημοσίων συμβάσεων, οι οποίες περιλάμβαναν μεταξύ άλλων και έργα χρηματοδοτούμενα από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Στην έκθεσή του, επισημαίνονται:
- Αδικαιολόγητες παρεκκλίσεις από τις τυπικές διαδικασίες,
- Ελλείψεις στις αξιολογήσεις τεχνικών προσφορών,
- Αποδοχή προσφορών που παραβίαζαν τη διακήρυξη,
- Συχνότητα επαναλαμβανόμενων παραβιάσεων, με το ίδιο προφίλ σφαλμάτων και υπό τις ίδιες συνθήκες,
- Και, κυρίως, εκτεταμένη χρήση απευθείας αναθέσεων ως «κανονικότητα» από το 2019 και μετά.
Οι παρατηρήσεις αυτές αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς αναφέρονται από έναν θεσμό που λειτουργεί με θεσμική ανεξαρτησία, νομική ακρίβεια και ουδετερότητα. Η ίδια η Διοίκηση της χώρας δεν μπορεί να παρακάμπτει με ελαφρότητα τέτοιου επιπέδου παρατηρήσεις.
Όσον αφορά στην ευρωπαϊκή διάσταση του σοβαρού αυτού θέματος, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ο ανεξάρτητος θεσμός που ερευνά εγκλήματα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε., έχει ήδη ξεκινήσει έρευνα για τις διαδικασίες εκταμίευσης κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης στην Ελλάδα. Σύμφωνα με πληθώρα δημοσιευμάτων, η έρευνα βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο, με πιθανή την παραπομπή υποθέσεων.
Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει ότι οι ελληνικές πρακτικές δεν βρίσκονται μόνο στο μικροσκόπιο της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά και στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικαίου. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν ανέχονται την καταστρατήγηση των αρχών της διαφάνειας, ούτε συγχωρούν την κατάχρηση εμπιστοσύνης.
Με απλά λόγια, το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δεν μπορεί να λειτουργεί ως κλειστός μηχανισμός διανομής ισχύος, ούτε να ελέγχεται αποκλειστικά από υπηρεσίες και επιτελικά γραφεία, χωρίς δημόσια λογοδοσία. Το πολιτικό σύστημα έχει χρέος να αποκαταστήσει την αξιοπιστία του κράτους και των θεσμών απέναντι στον πολίτη και στους ευρωπαϊκούς εταίρους.
Η απαίτηση είναι απλή και δίκαιη:
- Να δοθούν συγκεντρωτικά και αναλυτικά στοιχεία για όλες τις διαγωνιστικές διαδικασίες που έχουν διενεργηθεί από το 2020 έως σήμερα.
- Να δημοσιοποιηθούν οι λίστες των συμμετεχόντων, οι λόγοι αποκλεισμού και οι συμβάσεις που κατέληξαν σε ανάθεση.
- Να ελεγχθούν όλες οι τροποποιήσεις έργων ή απεντάξεις που έγιναν εν κρυπτώ.
- Και τέλος, να διασφαλιστεί πραγματικός κοινοβουλευτικός έλεγχος και ανεξάρτητη εποπτεία, πριν καταστραφεί ανεπανόρθωτα η εμπιστοσύνη των πολιτών στο ίδιο το κράτος.
Η Εθνική Ανάκαμψη δεν είναι προεκλογική λεία. Είναι υποχρέωση προς τις επόμενες γενιές.
Αν επιτρέψουμε να μετατραπεί το Ταμείο Ανάκαμψης σε εργαλείο εξυπηρέτησης συμφερόντων, υπονομεύουμε όχι μόνο τη δημοκρατία, αλλά και το μέλλον της χώρας. Και αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει να μείνει χωρίς αντίσταση.