Την 9η Ιουλίου 2025 η κυβερνητική πλειοψηφία και το Πασόκ ψήφισαν το σχέδιο νόμου του Υπ. Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών υπό τον τίτλο: «Διασφάλιση δημοσιονομικής ισορροπίας: Μεταρρύθμιση πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης – Τροποποίηση ν. 4270/2014 για την ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2024/1265 του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2024 για την τροποποίηση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών και λοιπές διατάξεις».
Τόσο το εν λόγω νομοσχέδιο όσο και τα προηγούμενα, τα οποία έχει ψηφίσει η κυβερνητική πλειοψηφία μαζί με άλλα συστημικά κόμματα, δεν είναι απλά σχέδια νόμου αλλά νέα μνημόνια με βαριές αιρεσιμότητες (ορόσημα και αυστηρές προϋποθέσεις) και δημοσιονομικές δεσμεύσεις τόσο για την παρούσα όσο και τις μελλοντικές κυβερνήσεις και τις γενιές των Ελλήνων πολιτών.
Θυμίζουμε το πρόσφατο νομοσχέδιο των 234 άρθρων (!) για την «Ενίσχυση της Κεφαλαιαγοράς και άλλες διατάξεις» το οποίο ψηφίστηκε στις 10.4.2025 με το οποίο νομοθετήθηκε η παράταση παροχής εγγυήσεων προς τις τράπεζες, έγινε ενσωμάτωση και τροποποίηση ευρωπαϊκών οδηγιών -οι οποίες είναι αρκετά σημαντικές αλλά μη κατανοητές στους περισσοτέρους- για την ψηφιακή ανθεκτικότητα του χρηματοοικονομικού τομέα, για την λήψη μέτρων προς εφαρμογή ευρωπαϊκού κανονισμού για τα πράσινα ομόλογα, για τα κρυπτονομίσματα, για την εκκαθάριση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που ενέχει σοβαρούς κινδύνους κ.α.
Η ισχύς των εν λόγω νομοσχεδίων διέπει και θα διέπει το παραγόμενο νομοθετικό έργο των επόμενων χρόνων όχι μόνον για τα σχέδια νόμου του Υπ. Εθνικής Οικονομίας αλλά εμμέσως –λόγω χρηματοδότησης- και των υπολοίπων παραγωγικών υπουργείων (Ανάπτυξης, Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης, Τουρισμού, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Ναυτιλίας και Νησιωτικής πολιτικής, Υποδομών και Μεταφορών)
Όσον αφορά το συγκεκριμένο νομοσχέδιο για την διασφάλιση της Δημοσιονομικής ισορροπίας είναι ουσιαστικά ένα νέο μνημόνιο του οποίου οι διατάξεις αποβλέπουν στην προσαρμογή του ημεδαπού λογιστικού βάσει των Ευρωπαϊκών Οδηγιών 2024/1265 και των κανονισμών 2024/1263 τροποποιώντας το ν.4270/2014.
Όπως σημειώνει και το Ελεγκτικό Συνέδριο στην 7η Συνεδρία του της 18ης Ιουνίου 2025: «…το εισαγόμενο σχέδιο νόμου αφορά σε μείζονος σπουδαιότητας θέματα δημοσιονομικής διαχειρίσεως των φορέων της Γενικής Κυβερνήσεως…» ενώ σε άλλο σημείο επισημαίνεται ότι η ενσωμάτωση της Οδηγίας ΕΕ 2024/1265 και ο κανονισμός 2024/1264 θεσπίζουν μέτρα σχετικά με τον αποτελεσματικό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και την πολυμερή δημοσιονομική εποπτεία.
Και συνεχίζοντας στην έκφραση γνώμης το Ελεγκτικό Συνέδριο σημειώνει για τον πυρήνα του νομοσχεδίου:
«Η υιοθέτηση του κανόνα των καθαρών δαπανών αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικές ρυθμίσεις. Ειδικότερα, η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους και η μη υπέρβαση μεσοπρόθεσμα του δημοσιονομικού ελλείματος της τιμής αναφοράς ήτοι ποσοστού 3% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (Α.Ε.Π.), διασφαλίζεται εφόσον οι δαπάνες των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης εν γένει δεν αυξάνονται σε μεγαλύτερο ποσοστό από εκείνο που προσδιορίζεται στο τετραετές Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό-Διαρθρωτικό Σχέδιο (Μ.Δ.Σ.), το οποίο διέπεται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2024/1263. Οι στόχοι που τίθενται από το Μ.Δ.Σ. για το ποσοστό αύξησης των καθαρών δαπανών, αφού γίνουν αποδεκτοί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι δεσμευτικοί τόσο για τον ετήσιο προϋπολογισμό όσο και για τον πολυετή δημοσιονομικό σχεδιασμό». (σημ. η υπογράμμιση δική μας)
Ουσιαστικά, με την υιοθέτηση του κανόνα των καθαρών δαπανών έχουμε επαναπροσδιορισμό των κριτηρίων δημοσιονομικής πειθαρχίας όπως αυτά καθορίσθηκαν από την Συνθήκη του Μάαστριχτ σχετικά με το δημοσιονομικό έλλειμμα και το ποσοστό Δημοσίου Χρέους προς το ΑΕΠ τα οποία δεν έπρεπε να ξεπερνούν το 3% και 60% αντίστοιχα. Κάτι όμως, που ως γνωστόν, δεν τηρήθηκε από τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε.
Επανερχόμενοι λοιπόν, στις συνέπειες αυτού του κανόνα των καθαρών δαπανών υποκρύβονται οι νέες δεσμεύσεις της μνημονιακής κυβέρνησης οι οποίες υποχρεωτικά θα ακολουθηθούν και από τις μελλοντικές. Δεδομένου ότι η χώρα μας εντασσόμενη στο Ευρωσύστημα απώλεσε τη νομισματική της ανεξαρτησία ενώ με το 1ο, 2ο και 3ο μνημόνιο εκχώρησε την Δημόσια περιουσία της στους δανειστές, ενέταξε τα ομόλογά της στο Αγγλικό δίκαιο και αποδέχθηκε την λειτουργία υπερκρατικών οργανισμών ελεγχόμενων από τους δανειστές όπως το Υπερταμείο (Growthfund) με τις θυγατρικές του (ΤΑΙΠΕΔ, ΕΤΑΔ, ΓΑΙΑΟΣΕ, ΟΑΣΑ, ΔΕΘ, ΔΕΗ, ΔΑΑ) κλπ, την ΑΑΔΕ η οποία μετατράπηκε σε ανεξάρτητη αρχή, η ψήφιση από την Βουλή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τον κανόνα των καθαρών δαπανών δεσμεύει πλήρως και την δημοσιονομική πολιτική της χώρας μας.
Βάσει αυτού του κανόνα η Ελλάδα εγκλωβίζεται σε ένα άτεγκτο, αδιέξοδο και αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο αν επιλέξει να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές της θα αδυνατεί να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες της οι οποίες έχουν ανώτατα όρια. Επιπλέον δημόσιες δαπάνες θα είναι δυνατόν να γίνουν μόνον με νέα αύξηση των φορολογικών συντελεστών κάτι το οποίο θα είναι για τους Έλληνες πολίτες εξουθενωτικό και ολοκληρωτικό δεδομένου ότι επί κυβερνήσεως ΝΔ τα φορολογικά έσοδα το 2024, σε σχέση με το 2019 που ανέλαβε, αυξήθηκαν σε απόλυτους αριθμούς κατά 24,2 δις ευρώ εξαντλώντας φοροαποδοτικά νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αυτό με την σειρά του σημαίνει ότι η εκάστοτε κυβέρνηση δεν θα μπορεί να μειώσει τους υψηλούς συντελεστές στους έμμεσους φόρους όπως τον ΦΠΑ, ο οποίος είναι ένας οριζόντιος και κοινωνικά άδικο φόρος, ούτε τον φόρο εισοδήματος στα νοικοκυριά ή τις προκαταβολές φόρων και τα τεκμήρια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αλλά ούτε και τις ασφαλιστικές εισφορές οι οποίες είναι οι υψηλότερες ή από τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οπότε η οικονομία μας θα παραμείνει εγκλωβισμένη στον φαύλο κύκλο της υπερφορολόγησης και της μείωσης των πραγματικών εισοδημάτων (μισθών και συντάξεων) εντείνοντας τον πληθωρισμό και την ακρίβεια και μη ανταγωνιστική με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες οι οποίες έχουν σαφώς χαμηλότερη φορολογία. Ακολουθεί μαθηματικά η κατάρρευση του Εμπορικού Ισοζυγίου και του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών με την ταυτόχρονη αύξηση του ετήσιου δημοσιονομικού ελλείμματος οπότε και καθίσταται αναγκαία η προσφυγή σε νέο δανεισμό.
Η ελληνική οικονομία θα παραμείνει έτσι μια χρεοδουλοπαροικία, πλήρως εξαρτημένη από τους δανειστές με την –φυσικά- επακόλουθη, προφανή συνέπεια, της εξάρτησής της από αυτούς σε όλους τους βασικούς πυλώνες που υποστασιοποιούν την ανεξαρτησία ενός κράτους: εξωτερική πολιτική, άμυνα, αξιοποίηση πλουτοπαραγωγικών πόρων, παραγωγικού μοντέλου, κοινωνικής πολιτικής κλπ. Λησμονείται και περιφρονείται ο νομοτελειακός κανόνας ότι μια χώρα είναι εθνικά ελεύθερη όταν είναι οικονομικά ανεξάρτητη.
Πως λοιπόν τα συστημικά και μνημονιακά πολιτικά κόμματα υπογράφουν και με τα δυο χέρια και σε πλήρη σύμπραξη –ΝΔ και Πασόκ- αυτά τα νομοσχέδια με τις αντίστοιχες Οδηγίες; Πως αγνοούν σημαντικές παρατηρήσεις θεσμικών οργάνων του Κράτους οι οποίες σημειώνουν την σημαντικότητα ψήφισης τέτοιων Οδηγιών οπότε και τις δομικές και θεμελιακές συνέπειες που θα έχουν για την οικονομία και την κοινωνική συνοχή;
Με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων τα μνημονιακά κόμματα βάζουν ακόμη μια ταφόπλακα στην δημοσιονομική βιωσιμότητα της χώρας. Σφραγίζουν και «εξασφαλίζουν» τον φαύλο κύκλο των νέων φόρων και μείωσης των πραγματικών μισθών και συντάξεων, της εκ νέου αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της μεταφοράς τους στα funds, της ανεργίας, της κατάρρευσης της ζήτησης και της αύξησης των δημοσίων και ιδιωτικών χρεών.
Από την άλλη η κυβέρνηση παρουσιάζοντας τις ρήτρες διαφυγής ως εγγύηση δημοσιονομικής ελευθερίας, όπως αυτές περιγράφονται στο άρθρο 35 αποκρύπτει ότι αποτελούν στην πράξη εξαιρέσεις που λειτουργούν με αυστηρά κριτήρια και υπό διαρκή εποπτεία των ευρωπαϊκών θεσμών. Πρόκειται για προσχηματική ευελιξία σε ένα κατά τα άλλα αυστηρό και τιμωρητικό πλαίσιο. Οι ρήτρες διαφυγής, ενεργοποιούνται υπό εξαιρετικές περιστάσεις — φυσικές καταστροφές, γεωπολιτικές κρίσεις ή σοβαρές υφέσεις — και μόνο μετά από έγκριση των ευρωπαϊκών οργάνων. Δεν συνιστούν πολιτική ελευθερία, αλλά μηχανισμό «συγκατάβασης» υπό επιτήρηση. Δεν διασφαλίζουν δημοσιονομική κυριαρχία, αλλά απλώς αναστέλλουν προσωρινά τους κανόνες της λιτότητας, μέχρι η κρίση να εκτονωθεί και οι ίδιοι κανόνες να επανέλθουν, συχνά με ακόμα πιο αυστηρό τρόπο.
Η Ελληνική οικονομία είχε και έχει την τελευταία της ευκαιρία τόσο με τα υφιστάμενα υπόλοιπα των χρηματοδοτικών εργαλείων όπως τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (δεν έχουν απορροφηθεί 18,1 δις ευρώ), του ΕΣΠΑ, της ΚΑΠ, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Δεν θα έπρεπε να είναι η ευκαιρία της ελληνικής οικονομίας αυτά τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία αλλά η παραγωγή πρωτογενούς πλούτου (πραγματική αύξηση του ΑΕΠ), η αξιοποίηση του τεράστιου ορυκτού μας πλούτου, η επαναβιομηχάνιση, η αξιοποίηση των μοναδικών στρατηγικών πλεονεκτημάτων μας στην γεωργία και κτηνοτροφία, η υιοθέτηση καινοτόμων πρακτικών και μεταφοράς τεχνολογίας από το εξωτερικό, η αξιοποίηση του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού που μεταναστεύει και η συνεργασία με τους Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού.
Ωστόσο αντιμετωπίζοντας τα πράγματα ρεαλιστικά -και στην παρούσα χρονική στιγμή- έστω και τώρα μπορούν να αξιοποιηθούν οι παραπάνω ευρωπαϊκοί πόροι με τήρηση αυστηρών προϋποθέσεων όπως: α. την κατεύθυνση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σε παραγωγικές επενδύσεις (και όχι αποκλειστικά στην ψηφιοποίηση και την πράσινη μετάβαση), β. την χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τις συστημικές τράπεζες γ. την αύξηση πόρων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και αποκλειστική χρήση τους για επενδύσεις και κατασκευή υποδομών (και όχι κάλυψης έκτακτων δημοσιονομικών αναγκών), δ. την δυναμική προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων που εμπεριέχουν τεχνογνωσία δ. την στήριξη επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας στον τομέα της μεταποίησης ε. την μεγέθυνση εργατικού δυναμικού και αποθέματος δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας.
Αντώνης Καλόγηρος
Μέλος Βουλευτηρίου της ΝΙΚΗΣ
Οικονομολόγος, Υπεύθυνος Θ.Ο. Εθνικής Οικονομίας της ΝΙΚΗΣ