Η δεύτερη φάση της λεγόμενης «Ατζέντας 2030», την οποία παρουσίασε πρόσφατα ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Νίκος Δένδιας στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, προβάλλεται ως η μεγαλύτερη αναδιάρθρωση των Ενόπλων Δυνάμεων των τελευταίων δεκαετιών. Οι συγχωνεύσεις στρατοπέδων, η κατάργηση της 1ης Στρατιάς, η αναδιοργάνωση της Διοίκησης Πληροφοριών, η δημιουργία νέων διοικήσεων για μη επανδρωμένα μέσα και οι αναφορές σε «αυτόνομα νησιά» παρουσιάζονται ως τομές που δήθεν οδηγούν τις Ένοπλες Δυνάμεις σε μια νέα εποχή.
Πίσω όμως από τα επικοινωνιακά συνθήματα διαφαίνεται ένας επικίνδυνος πειραματισμός, που μπορεί να υπονομεύσει την επιχειρησιακή μας ετοιμότητα και να απομακρύνει τις Ένοπλες Δυνάμεις από τον πραγματικό τους σκοπό: την αποτροπή και την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια γεωπολιτική συγκυρία όπου τα λάθη δεν συγχωρούνται. Η Τουρκία εξοπλίζεται μεθοδικά και συνδυάζει στρατιωτική ισχύ με αναθεωρητική ρητορική. Η Κύπρος συνεχίζει να βιώνει τις συνέπειες της κατοχής. Τα Βαλκάνια αποτελούν πηγή διαρκούς αστάθειας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία μεταβάλλει ριζικά το δόγμα και τη δομή του ΝΑΤΟ, ενώ αναγκάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση να προσαρμόσει την πολιτική ασφάλειας και άμυνας. Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα καλείται να σχεδιάσει τη Δομή Δυνάμεων για την περίοδο 2025–2035. Το κριτήριο δεν μπορεί να είναι η ικανοποίηση διεθνών οργανισμών ούτε η τυφλή ευθυγράμμιση με την επικοινωνιακή «Ατζέντα 2030», αλλά η κάλυψη των εθνικών μας προτεραιοτήτων.
Η προβαλλόμενη μεταρρύθμιση δίνει υπερβολική έμφαση σε τεχνολογίες, όπως τα μη επανδρωμένα συστήματα και η τεχνητή νοημοσύνη. Όσο σημαντική κι αν είναι η τεχνολογία, δεν υποκαθιστά την κυριαρχία επί του εδάφους. Η αποτελεσματική άμυνα κρίσιμων περιοχών δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο σε μηχανές και αλγορίθμους· απαιτεί φυσική στρατιωτική παρουσία, ισχυρές δομές διοίκησης και εγγύτητα με τον τοπικό πληθυσμό και το γεωγραφικό ανάγλυφο. Η εθνική στρατιωτική ισχύς δεν οικοδομείται με απομονωμένες «νησίδες αντίστασης», αλλά με δικτυοκεντρική διοίκηση, εφεδρείες, διακλαδική υποστήριξη και συνδυασμένη ισχύ.
Η κατάργηση της 1ης Στρατιάς, ενός σχηματισμού με ιστορικό βάρος και επιχειρησιακή χρησιμότητα, γεννά εύλογα ερωτήματα: ποιο στρατηγείο θα διοικεί πλέον τα Σώματα Στρατού; Παράλληλα, η αναβάθμιση του ρόλου του ΓΕΣ θολώνει τη θέση της ΑΣΔΥΣ, η οποία είχε αναλάβει τον κεντρικό έλεγχο της επιμελητείας, με καθοριστική συμβολή σε κρίσιμες περιστάσεις. Τι θα ισχύσει στο νέο σχήμα; Θα παραμείνει η επιμελητεία υπό ενιαίο κεντρικό έλεγχο ή θα διασπαστεί σε επίπεδα που θα μειώσουν την αποτελεσματικότητά της;
Τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται όταν αναζητούμε απαντήσεις για το πώς η νέα δομή θα θεραπεύσει χρόνιες παθογένειες: τη γραφειοκρατία των επιτελείων, την οικονομική δυσπραγία των μονάδων, τη σπατάλη σε υλικά, τις ελλείψεις στην εκπαίδευση, την ανάγκη ουσιαστικής βελτίωσης της θητείας και την πραγματική αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Αρκεί άραγε το κλείσιμο μιας πισίνας στη Λάρισα ή η κατάργηση ορισμένων θέσεων αντιστρατήγων για να μιλήσουμε για «βαθιές τομές»;
Η μεγαλύτερη πρόκληση, όμως, παραμένει το δημογραφικό. Η μείωση της στρατεύσιμης ύλης περιορίζει δραματικά τις επιλογές. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς θα γίνει πιο αποδοτική η θητεία, πώς θα αξιοποιηθεί ουσιαστικά η εφεδρεία και πώς θα ενισχυθεί ο ρόλος της Εθνοφυλακής.
Η θέση μας στη ΝΙΚΗ είναι ξεκάθαρη: η Εθνική Άμυνα δεν μπορεί να οικοδομείται πάνω σε συνθήματα. Οι Ένοπλες Δυνάμεις χρειάζονται στρατηγική με διάρκεια, θεσμικό πλαίσιο που θα υπερβαίνει κυβερνητικούς κύκλους, εθνική στρατιωτική βιομηχανία που θα εξασφαλίζει αυτονομία, καθώς και έναν ρεαλιστικό σχεδιασμό που θα δίνει προτεραιότητα στην υπεράσπιση της πατρίδας έναντι της Τουρκίας, χωρίς να περιορίζεται σε εισαγωγές ακριβών οπλικών συστημάτων.
Η άμυνα της πατρίδας δεν είναι χώρος για βιαστικές μεταρρυθμίσεις ούτε για επικοινωνιακά εγχειρήματα. Είναι υπόθεση που αφορά την ίδια την ύπαρξη του Έθνους. Οι αλλαγές που θα γίνουν πρέπει να είναι μελετημένες, θεσμικά κατοχυρωμένες και επιχειρησιακά άρτιες.
Αν δεν δοθούν καθαρές απαντήσεις, η «Ατζέντα 2030» θα καταγραφεί όχι ως μεταρρύθμιση, αλλά ως μια ακόμη επικοινωνιακή άσκηση χωρίς ουσία. Και τότε η ευθύνη δεν θα ανήκει μόνο στην κυβέρνηση που τη σχεδίασε, αλλά σε όλους μας που θα επιτρέψουμε να εφαρμοστεί.
Τάσος Οικονομόπουλος
Βουλευτής Α ’Ανατολικής Αττικής της ΝΙΚΗΣ
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω