Η εξωτερική πολιτική μιας χώρας δεν είναι πεδίο για μαθητευόμενους μάγους ή για νομικούς θεωρητικούς που νομίζουν ότι η διεθνής σκηνή λειτουργεί σαν αμφιθέατρο πανεπιστημίου. Στην περίπτωση του Γιώργου Γεραπετρίτη, η παραμονή του στο Υπουργείο Εξωτερικών έχει ήδη στοιχίσει στην Ελλάδα συμμάχους, αξιοπιστία και στρατηγικό έδαφος. Η ζημία είναι πλέον μετρήσιμη, και η αντικατάστασή του δεν είναι πολυτέλεια, είναι εθνική αναγκαιότητα.
Η υπόθεση της αιγυπτιακής ρηματικής διακοίνωσης είναι το πιο πρόσφατο και χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η Ελλάδα ανακοινώνει τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό της στις 25 Ιουνίου 2025. Η Αίγυπτος, μια χώρα-κλειδί στην Ανατολική Μεσόγειο, αντιδρά στις 8 Ιουλίου συντάσσοντας διακοίνωση που μιλά για επικαλύψεις ΑΟΖ. Η επίδοση γίνεται στις 27 Ιουλίου στην ελληνική πρεσβεία στο Κάιρο. Και, ως κερασάκι στην τούρτα, η διαρροή στον ελληνικό τύπο γίνεται στις 6 Αυγούστου, την ημέρα επίσκεψης Αιγύπτιου ΥΠΕΞ στην Αθήνα.
Τέτοιο «χειρουργικό» συγχρονισμό σε βάρος της Ελλάδας δεν τον πετυχαίνει η τύχη. Τον πετυχαίνει η διπλωματική ανεπάρκεια. Η κυβέρνηση και ο ίδιος ο ΥΠΕΞ έμειναν να ψελλίζουν περί «άριστων σχέσεων» την ώρα που ο στρατηγικός μας εταίρος έστελνε μήνυμα αποστασιοποίησης με τον πιο ηχηρό τρόπο.
Η καταστροφή δεν σταματά εκεί. Στη Λιβύη, η προηγούμενη ηγεσία στο ΥΠΕΞ είχε καταφέρει να κρατήσει ανοικτή γραμμή με τον στρατηγό Χαφτάρ, ως αντίβαρο στην τουρκολιβυκή συμφωνία. Ο Γεραπετρίτης, με μια ακατανόητη πολιτική, έστειλε σήμα εγκατάλειψης, δίνοντας στον Χαφτάρ την αίσθηση ότι η Αθήνα τον θυσίασε για να καλοπιάσει την κυβέρνηση της Τρίπολης. Αποτέλεσμα; Μια κρίσιμη συμμαχία ατόνησε, η Τουρκία κέρδισε πόντους και η Ελλάδα έμεινε εκτός παιχνιδιού σε ένα από τα πιο καυτά γεωπολιτικά μέτωπα.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, η αδράνεια στο θέμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια γύρω από την Κρήτη δείχνει πλήρη παράδοση στο αφήγημα της «ηρεμίας» στα ελληνοτουρκικά, ένα αφήγημα που εξυπηρετεί αποκλειστικά την Άγκυρα. Η Τουρκία συνεχίζει να μιλά για «γκρίζες ζώνες», να παγιώνει τετελεσμένα και να διαμορφώνει το πεδίο κατά το δοκούν, ενώ η Αθήνα αυτολογοκρίνεται από φόβο μήπως «ενοχλήσει» τον γείτονα.
Το χειρότερο είναι ότι η Άγκυρα εκμεταλλεύτηκε αυτή την περίοδο αδράνειας στο έπακρο. Ενίσχυσε την παρουσία της σε κρίσιμες θαλάσσιες περιοχές με συνεχείς NAVTEX και στρατιωτικές ασκήσεις, προώθησε ερευνητικά σκάφη σε ζώνες που η Ελλάδα θεωρεί δικές της και επιτάχυνε συμφωνίες με τρίτες χώρες για να εδραιώσει την τουρκολιβυκή γραμμή. Ενώ η Αθήνα έμενε εγκλωβισμένη σε μια πολιτική «μη ενόχλησης», η Τουρκία διαμόρφωνε νέα τετελεσμένα που θα είναι πολύ δύσκολο να ανατραπούν στο μέλλον.
Και στις τρεις περιπτώσεις, Αίγυπτος, Λιβύη, Τουρκία, η έλλειψη στρατηγικού βάθους είναι εμφανής. Ο Γεραπετρίτης κινείται με λογική επικοινωνιακών χειρισμών, στηριζόμενος σε προσχηματικές δηλώσεις περί «άριστων σχέσεων», αντί να επενδύει σε δεσμευτικές συμφωνίες και πολυεπίπεδες συνεργασίες. Στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου η Τουρκία αξιοποιεί κάθε χαραμάδα για να ενισχύσει τις θέσεις της, τέτοιου είδους ελαφρότητα κοστίζει ακριβά.
Η πραγματικότητα είναι ότι μέσα σε λίγους μήνες, η Ελλάδα κατάφερε να βρεθεί σε πιο αδύναμη θέση απέναντι σε δύο χώρες που θεωρούνταν σταθεροί εταίροι, ενώ παράλληλα δίνει στην Άγκυρα τον χρόνο και τον χώρο να παγιώσει τις επιδιώξεις της. Αυτή η μετατόπιση δεν είναι σύμπτωση· είναι αποτέλεσμα λάθος εκτίμησης, κακού συγχρονισμού και απουσίας συνεκτικής στρατηγικής. Τη στιγμή που η κυβέρνηση επιμένει να πλασάρει μια εικόνα «επιτυχημένης εξωτερικής πολιτικής» που υπάρχει μόνο στα δελτία τύπου.
Η εξωτερική πολιτική απαιτεί σταθερότητα, βαθιά γνώση του διεθνούς δικαίου και την ικανότητα εφαρμογής Realpolitik, του ρεαλισμού που κατανοεί τη δύναμη και τη συγκυρία. Η σημερινή ηγεσία στο ΥΠΕΞ δείχνει να μην διαθέτει ούτε το ένα ούτε το άλλο, αφήνοντας την Ελλάδα εκτεθειμένη σε μια από τις πιο κρίσιμες φάσεις της σύγχρονης διπλωματικής της ιστορίας.
Αυτό δεν είναι απλώς προσωπική ανεπάρκεια. Είναι κυβερνητική ευθύνη. Ο Γεραπετρίτης είναι η ενσάρκωση μιας πολιτικής που συγχέει τη νομική θεωρία με τη γεωπολιτική πράξη, που νομίζει ότι οι συμμαχίες διατηρούνται με ωραίες δηλώσεις και όχι με σκληρά ανταλλάγματα.
Σε μια περίοδο όπου η Ανατολική Μεσόγειος βράζει, η Ελλάδα δεν μπορεί να έχει στο τιμόνι της εξωτερικής πολιτικής έναν άνθρωπο που μετατρέπει πλεονεκτήματα σε μειονεκτήματα και συμμάχους σε αντιπάλους. Κάθε μέρα που παραμένει στη θέση του είναι μια μέρα χαμένη για την εθνική μας στρατηγική.
Η αντικατάσταση του Γιώργου Γεραπετρίτη δεν είναι θέμα πολιτικής επιλογής. Είναι θέμα εθνικής ασφάλειας. Και πρέπει να γίνει τώρα.
Τομέας Επικοινωνίας «ΝΙΚΗΣ»