Η εκλογή του Κυριάκου Πιερρακάκη στην προεδρία του Eurogroup δεν αποτελεί γεγονός ουσίας για την ελληνική κοινωνία, ούτε μεταβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο τους όρους άσκησης της οικονομικής πολιτικής στη χώρα. Πρόκειται για μια εξέλιξη που αφορά αποκλειστικά τους εσωτερικούς μηχανισμούς της Ευρωζώνης και την αναπαραγωγή συγκεκριμένων συσχετισμών ισχύος, χωρίς καμία σύνδεση με τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών ή με την αντιμετώπιση των δομικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας.
Το Eurogroup δεν είναι θεσμός δημοκρατικής λογοδοσίας. Λειτουργεί άτυπα, χωρίς νομική υπόσταση, χωρίς τήρηση πρακτικών και χωρίς υποχρέωση διαφάνειας. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξε και παραμένει ο βασικός μηχανισμός επιβολής οικονομικών πολιτικών στην Ευρωζώνη, ιδίως σε περιόδους κρίσης. Οι αποφάσεις του διαμόρφωσαν το πλαίσιο της μνημονιακής λιτότητας, της δημοσιονομικής ασφυξίας και της εσωτερικής υποτίμησης, με κοινωνικές συνέπειες που εξακολουθούν να είναι ορατές. Η προεδρία του Eurogroup δεν προσφέρει δυνατότητα χάραξης πολιτικής, αλλά ρόλο διαχείρισης και επιβολής συναίνεσης γύρω από ήδη ειλημμένες επιλογές.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάδειξη Πιερρακάκη δεν συνιστά ένδειξη ενίσχυσης της θέσης της Ελλάδας. Αντιθέτως, επιβεβαιώνει ότι η χώρα εξακολουθεί να αξιολογείται θετικά μόνο στον βαθμό που αποδέχεται πλήρως το υφιστάμενο πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας και γεωπολιτικής ευθυγράμμισης. Οι ισχυροί της Ευρώπης δεν επιλέγουν επικεφαλής για να αμφισβητήσουν πολιτικές που διευρύνουν τις ανισότητες, αλλά για να διασφαλίσουν τη συνέχειά τους.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία προσφέρει σαφή ιστορικά προηγούμενα. Τον Οκτώβριο του 2010, την ώρα που η Ελλάδα εισερχόταν στην πιο βίαιη περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής, ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου τιμήθηκε στο Βερολίνο, παρουσία κορυφαίων παραγόντων του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Την ίδια στιγμή, με την υπογραφή του πρώτου μνημονίου ύψους 110 δισ. ευρώ, διασφαλιζόταν η αποπληρωμή περίπου 90 δισ. ευρώ που είχαν επενδυθεί σε ελληνικά ομόλογα από γαλλικές και γερμανικές τράπεζες. Το μεγαλύτερο μέρος της διακρατικής δανειακής σύμβασης δεν κατευθύνθηκε στην ελληνική οικονομία, αλλά στη σταθεροποίηση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η κοινωνία ανέλαβε το κόστος, ενώ οι τράπεζες του πυρήνα προστατεύθηκαν.
Η εκλογή Πιερρακάκη εγγράφεται στην ίδια λογική θεσμικής επιβράβευσης της συμμόρφωσης. Με τη σύμφωνη γνώμη της Γερμανίας, προτιμήθηκε έναντι του Βέλγου συνυποψηφίου του, Βίνσεντ Βαν Πέτεγκεμ, σε μια περίοδο κατά την οποία το Eurogroup καλείται να διαχειριστεί ζητήματα με σοβαρές νομικές και γεωπολιτικές προεκτάσεις. Κεντρικό παράδειγμα αποτελεί η διαχείριση των παγωμένων ρωσικών κρατικών περιουσιακών στοιχείων.
Στην Ευρώπη έχουν ακινητοποιηθεί περίπου 210 δισ. ευρώ ρωσικών κρατικών κεφαλαίων, εκ των οποίων τα 185 δισ. ευρώ βρίσκονται κατατεθειμένα στον βελγικό χρηματοπιστωτικό οργανισμό Euroclear. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναζητά τρόπους να αξιοποιήσει τα κεφάλαια αυτά για τη χρηματοδότηση των αμυντικών και δημοσιονομικών αναγκών της Ουκρανίας για τα έτη 2026 και 2027. Οι σχεδιασμοί αυτοί προχωρούν, παρά το γεγονός ότι το διεθνές δίκαιο απαγορεύει τη δήμευση κυρίαρχων κρατικών περιουσιακών στοιχείων.
Δημοσιεύματα κάνουν λόγο οτι η Τράπεζα της Ρωσίας έχει ήδη καταθέσει αγωγή κατά της Euroclear, κατηγορώντας την για παράνομη στέρηση πρόσβασης σε κεφάλαια και τίτλους και προαναγγέλλοντας διεθνείς δικαστικές προσφυγές. Το ενδεχόμενο μακροχρόνιων νομικών συγκρούσεων και γεωπολιτικών αντιποίνων είναι υπαρκτό, ωστόσο δεν φαίνεται να λειτουργεί αποτρεπτικά για τους ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς. Αντιθέτως, η απόφαση να διατηρηθεί επ’ αόριστον το πάγωμα των ρωσικών κεφαλαίων περιορίζει τους κινδύνους για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και μεταφέρει το βάρος σε μελλοντικό χρόνο.
Σε αυτή τη συγκυρία, η επιλογή ενός προέδρου του Eurogroup που δεν εκφράζει θεσμικές ή πολιτικές επιφυλάξεις απέναντι σε τέτοιες επιλογές λειτουργεί καθησυχαστικά για τους ισχυρούς και επιβαρυντικά για τις κοινωνίες. Η προεδρία δεν χρησιμοποιείται για να τεθούν όρια ή να αναδειχθούν νομικοί κίνδυνοι, αλλά για να εξασφαλιστεί η ομαλή εφαρμογή των αποφάσεων.
Η εγχώρια πολιτική διαδρομή του κ. Πιερρακάκη ενισχύει αυτή την ανάγνωση. Ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας, συμμετείχε στην απόφαση πρόωρης αποπληρωμής δανείων GLF του πρώτου μνημονίου, συνολικού ύψους 5,29 δισ. ευρώ. Τα συγκεκριμένα δάνεια είχαν χαμηλό επιτόκιο και μακρύ χρονικό ορίζοντα αποπληρωμής. Η επιλογή να εξοφληθούν πρόωρα και να αντικατασταθούν από δανεισμό από τις αγορές, μέσω 10ετών ομολόγων με υψηλότερο κόστος, περιορίζει τη δημοσιονομική ευελιξία της χώρας και αυξάνει την έκθεσή της στις διακυμάνσεις των επιτοκίων.
Το πρόβλημα γίνεται πιο εμφανές όταν εξεταστεί ο Προϋπολογισμός του 2026. Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση, οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου για το συγκεκριμένο έτος υπερβαίνουν τα 30 δισ. ευρώ. Ο καθαρός δανεισμός ανέρχεται σε 13 δισ. ευρώ, τα χρεολύσια μεσομακροπρόθεσμου χρέους σε 17,1 δισ. ευρώ, ενώ προβλέπεται μακροπρόθεσμος δανεισμός 12,7 δισ. ευρώ και ανάλωση διαθεσίμων ύψους 18,4 δισ. ευρώ. Παράλληλα, η κάλυψη των αναγκών θα γίνει και μέσω repos, δηλαδή βραχυπρόθεσμου δανεισμού με αυξημένο χρηματοοικονομικό κίνδυνο.
Αυτά τα στοιχεία αποτυπώνουν μια οικονομία που εξακολουθεί να στηρίζεται στον δανεισμό, να εξαντλεί τα αποθέματά της και να εκτίθεται σε μελλοντικές αναταράξεις. Σε αυτό το περιβάλλον, η ανάδειξη ενός Έλληνα στην κορυφή ενός άτυπου ευρωπαϊκού οργάνου δεν προσφέρει καμία ουσιαστική προστασία στην κοινωνία. Αντιθέτως, λειτουργεί ως θεσμικό άλλοθι για τη συνέχιση μιας πολιτικής που μεταφέρει διαρκώς το βάρος στους πολίτες.
Η εκλογή Πιερρακάκη στο Eurogroup δεν μειώνει το κόστος ζωής, δεν ενισχύει τα εισοδήματα, δεν βελτιώνει τις δημόσιες υπηρεσίες και δεν αλλάζει τις δημοσιονομικές προτεραιότητες. Αποτελεί μια εσωτερική ευρωπαϊκή διευθέτηση που εξυπηρετεί τις ανάγκες του συστήματος και όχι τις ανάγκες της κοινωνίας. Και ως τέτοια, δεν συνιστά λόγο προσδοκίας, αλλά ακόμη μία υπενθύμιση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η Ευρωζώνη.
Αντώνης Καλόγηρος
Θ.Ο. Εθνικής Οικονομίας ΝΙΚΗΣ

