Οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα βιώνουν σήμερα μια πρωτοφανή απαξίωση, που ξεπερνά την παραδοσιακή κριτική απέναντι στο δημόσιο σχολείο. Αντιμετωπίζουν μια νέα μορφή κλιμακούμενης βίας: λεκτικές και σωματικές επιθέσεις από γονείς, εκφοβισμό από μαθητές και συκοφαντικές καταγγελίες που συχνά οδηγούν σε πειθαρχικές διώξεις. Το φαινόμενο έχει λάβει διαστάσεις κοινωνικού προβλήματος, αποκαλύπτοντας βαθιές ιδεολογικές και θεσμικές παθογένειες που έχουν συσσωρευτεί επί δεκαετίες.
Στα σχολεία, η σχέση γονέα και εκπαιδευτικού έχει μετατραπεί σε πεδίο σύγκρουσης. Γονείς εισβάλλουν σε τάξεις και γραφεία, απαιτούν εξηγήσεις, απειλούν με μηνύσεις και προσβάλλουν τον παιδαγωγικό ρόλο των δασκάλων, συχνά βασισμένοι σε διαστρεβλωμένες αφηγήσεις μαθητών. Η εξουσία του εκπαιδευτικού υπονομεύεται από την καθημερινή απειλή καταγγελίας που αιωρείται πάνω από κάθε ενέργειά του. Κάθε παρατήρηση, διδακτική απόφαση ή παιδαγωγική παρέμβαση μπορεί να αντιμετωπιστεί ως αφορμή για σύγκρουση.
Το παράδοξο είναι ότι ακόμη και όταν οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν να προστατεύσουν μαθητές —διαλύοντας καυγάδες ή αποτρέποντας περιστατικά bullying— κινδυνεύουν να βρεθούν οι ίδιοι κατηγορούμενοι. Ένα απλό άγγιγμα για να σταματήσει μια συμπλοκή μπορεί να οδηγήσει σε πειθαρχική δίωξη. Η διαδικασία αυτή, αντί να διασφαλίζει την αξιοπιστία του επαγγέλματος, έχει εξελιχθεί σε μηχανισμό φόβου που αποθαρρύνει θεμιτές παιδαγωγικές πράξεις. Παρά τις νομοθετικές προβλέψεις για την προστασία των εκπαιδευτικών από επιθέσεις, η εφαρμογή τους παραμένει ανεπαρκής, αποτυπώνοντας μια βαθιά πολιτική διστακτικότητα να συγκρουστεί κανείς με το «κόστος» της αυστηρότητας απέναντι στους γονείς.
Η βία κατά των εκπαιδευτικών αποτελεί πρωτίστως πολιτικό ζήτημα. Αντανακλά μια κοινωνία που θεωρεί τον δάσκαλο απλό κακοπληρωμένο υπάλληλο, υπεύθυνο για κάθε δυσλειτουργία του σχολείου. Απορρέει από μια ευρύτερη ιδεολογική μετατόπιση: τις γενιές γονέων που μεγάλωσαν σε αντι-αυταρχικά πλαίσια, όπου η σχολική πειθαρχία αντιμετωπίστηκε ως αυθαιρεσία και η παιδαγωγική αυθεντία ως ύποπτη. Στο σημερινό κλίμα, ο εκπαιδευτικός συχνά αντιμετωπίζεται ως υπάλληλος που πρέπει να ικανοποιεί τους «πελάτες»-γονείς.
Η επιθετικότητα απέναντι στους εκπαιδευτικούς συνδέεται επίσης με τη γενικευμένη κοινωνική αποσύνθεση, η οποία εντείνει το πρόβλημα: οικονομική ανασφάλεια, εντεινόμενο ατομικισμό και διάλυση των κοινοτικών σχέσεων. Σε ένα περιβάλλον όπου πολλοί αισθάνονται διαρκώς υπό πίεση, ο εκπαιδευτικός γίνεται εύκολος στόχος. Η οργή προς αυτόν λειτουργεί συχνά ως υποκατάστατο για ευθύνες που θα έπρεπε να αναλαμβάνει το κράτος ή ως τρόπος να ανακτήσει κάποιος ένα αίσθημα ελέγχου. Η στάση αυτή υπονομεύει τη συνεργασία σχολείου–οικογένειας και διαβρώνει τον πυρήνα της παιδαγωγικής σχέσης.
Η ψυχολογική επιβάρυνση των εκπαιδευτικών είναι τεράστια. Πολλοί δηλώνουν ότι φοβούνται να κάνουν παρατήρηση, να βαθμολογήσουν με αυστηρότητα, ακόμη και να ζητήσουν στοιχειώδη σεβασμό. Αισθάνονται εκτεθειμένοι, απροστάτευτοι και αναλώσιμοι, με την πολιτεία να τους αντιμετωπίζει ως χαμηλόβαθμους υπαλλήλους χωρίς ουσιαστική θεσμική θωράκιση. Σε τέτοιες συνθήκες, το σχολείο μετατρέπεται από χώρο μάθησης και εμπιστοσύνης σε χώρο άγχους.
Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τους εκπαιδευτικούς —αφορά ολόκληρη την κοινωνία. Αν οι δάσκαλοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους μιας εκπαίδευσης που καταρρέει, αυτό δείχνει πως το κράτος και οι κοινωνικές δομές αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν τα πραγματικά αίτια της κρίσης. Η κρίση είναι βαθιά ιδεολογική και σχετίζεται με τις συλλογικές μας αντιλήψεις για τη γνώση, τη Δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή.
Για να λειτουργήσει πραγματικά το δημόσιο σχολείο, απαιτείται ριζική αναθεώρηση: ουσιαστική προστασία των εκπαιδευτικών, εφαρμογή των νόμων, ενίσχυση της παιδαγωγικής ελευθερίας και καλλιέργεια νέου κοινωνικού πολιτισμού που αναγνωρίζει τον εκπαιδευτικό ως θεμελιώδη πυλώνα δημοκρατίας και προόδου. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να χάσουμε όχι μόνο τους δασκάλους μας, αλλά και το σχολείο ως χώρο ελπίδας και συλλογικού μέλλοντος.

