Δεν χρειάζεται να κρατάς όπλο για να σκοτώσεις. Ούτε να φοράς στρατιωτική στολή για να προδώσεις. Στη σύγχρονη εποχή, η καταστροφή έρχεται ντυμένη με γραβάτα και η υποταγή υπογράφεται με στυλό, όχι με σπαθί.
Ο δολοφόνος της ελπίδας δεν χρειάζεται να ρίξει μια σφαίρα. Αρκεί να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα εξαναγκάσουν ένα παιδί να εγκαταλείψει το σπίτι του, τη γειτονιά του, την πατρίδα του. Να το καταδικάσει σε περιπλάνηση, σε ψυχική και οικονομική εξάντληση. Να το εξαναγκάσει να χαθεί από την πατρίδα του, χωρίς να έχει πού να γυρίσει. Δεν είναι η φυσική εξόντωση πάντα το μεγαλύτερο έγκλημα· είναι η σιωπηλή, ψυχρή εγκατάλειψη που οδηγεί έναν λαό στη διάλυση.
Το ίδιο ισχύει και για την προδοσία. Ο σύγχρονος προδότης δεν είναι αυτός που κρατά όπλο ενάντια στους συμπολίτες του. Είναι εκείνος που, πίσω από κλειστές πόρτες, εγκρίνει συμβάσεις και σχέδια που μετατρέπουν την Ελλάδα σε έναν απέραντο «κόμβο υποδοχής». Είναι εκείνος που, στο όνομα κάποιας αφηρημένης πολυπολιτισμικής ουτοπίας, επιβάλει τη δημιουργία Κέντρων Υποδοχής σε 16.000 οικισμούς της ελληνικής επικράτειας — ακόμη και στα πιο μικρά, ξεχασμένα χωριά.
Δεν πρόκειται πια για θεωρία. Είναι επίσημο σχέδιο. Ολόκληρος ο εθνικός ιστός της χώρας απλώνεται για να φιλοξενήσει και να σπιτώσει ανθρώπους που εισέρχονται παράνομα. Την ίδια ώρα, οι Έλληνες πολίτες, είτε άνεργοι είτε υπερχρεωμένοι, χάνουν τα σπίτια τους από πλειστηριασμούς. Οι ηλικιωμένοι που πλήρωναν μια ζωή φόρους, βλέπουν τα παιδιά τους να ξενιτεύονται και τα σπίτια τους να κατάσχονται. Οι νέοι δεν μπορούν να στεγαστούν, δεν μπορούν να κάνουν οικογένεια, δεν μπορούν να μείνουν.
Και όμως, σπίτια βρίσκονται. Σπίτια χτίζονται. Υποδομές δημιουργούνται. Όχι όμως για τον Έλληνα. Αλλά για τον «φιλοξενούμενο» — που φιλοξενείται χωρίς ημερομηνία λήξης.
Η επίκληση του ανθρωπισμού έχει μετατραπεί σε εργαλείο κοινωνικής μηχανικής. Ο Έλληνας βλέπει το χωριό του να αλλάζει πρόσωπο χωρίς να ρωτηθεί. Βλέπει το κράτος να μην του προσφέρει καμία διέξοδο όταν χάνει το σπίτι του, την ώρα που καταυλισμοί ξεφυτρώνουν παντού, και εγκαταστάσεις για «ευάλωτες ομάδες» υλοποιούνται με ευρωπαϊκά κονδύλια, με ταχύτητα που δεν βλέπει ποτέ κανείς σε έργα για Έλληνες.
Αν η πολιτεία νοιαζόταν πραγματικά για τον λαό της, θα αξιοποιούσε τα χιλιάδες εγκαταλελειμμένα σπίτια σε χωριά που σβήνουν. Θα δημιουργούσε προγράμματα επανεγκατάστασης Ελλήνων που βρίσκονται σε οικονομικό αδιέξοδο. Θα έδινε δεύτερη ευκαιρία ζωής σε ανθρώπους που πάλεψαν και κουράστηκαν, όχι σε ανθρώπους που απλώς πέρασαν τα σύνορα παράνομα.
Η Ελλάδα δεν έχει πια την πολυτέλεια να προσποιείται ότι δεν βλέπει. Βιώνουμε μια σιωπηλή, διαχειριζόμενη αλλοίωση. Μια δεύτερη Άλωση, όχι από πολιορκητές με κανόνια, αλλά από «διοικητικές αποφάσεις», «κοινές υπουργικές αποφάσεις», ευρωπαϊκές «οδηγίες».
Η προδοσία δεν γίνεται πια με όπλο στο χέρι. Γίνεται με υπογραφή. Και, ίσως, το τίμημα της σιωπής μας είναι ότι μια μέρα, δεν θα έχουμε πια πατρίδα να υπερασπιστούμε.