Σε μια ακόμη κίνηση γεωπολιτικής και πολιτιστικής διπλωματίας, η Τουρκία επέλεξε πρόσφατα να καταθέσει χάρτες και συνοδευτικό υλικό στην UNESCO, επιχειρώντας να τεκμηριώσει την «ιστορική και παραδοσιακή της παρουσία» στο Αιγαίο. Αν και ο συγκεκριμένος εξειδικευμένος οργανισμός του ΟΗΕ δεν έχει άμεση αρμοδιότητα επί θαλάσσιων συνόρων, η τουρκική πρωτοβουλία δεν είναι καθόλου τυχαία. Εντάσσεται σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική «ήπιας ισχύος», με στόχο τη διαμόρφωση ενός αφηγήματος πολιτιστικής συνέχειας και κυριαρχίας στην περιοχή.
Η Τουρκία γνωρίζει ότι, σε επίπεδο διεθνούς δικαίου (UNCLOS), δεν έχει το πάνω χέρι στο Αιγαίο. Αντί να ακολουθήσει νομικές οδούς, όπου υστερεί, επιλέγει να οικοδομήσει ένα παράλληλο υπόβαθρο πολιτιστικής νομιμοποίησης. Χρησιμοποιεί την UNESCO, όχι ως διαιτητή συνόρων, αλλά ως εργαλείο καταγραφής και διεθνοποίησης πολιτιστικών στοιχείων που, κατά την Άγκυρα, αποτελούν μέρος της τουρκικής ταυτότητας, από παραδοσιακές τεχνικές έως γεωγραφικές τοποθεσίες με οθωμανικό παρελθόν.
Με αυτόν τον τρόπο, επιχειρεί να μεταφέρει το «παιχνίδι» από τον χάρτη του διεθνούς δικαίου στον «χάρτη της κληρονομιάς». Όσο περισσότερα πολιτιστικά στοιχεία εγγράφονται στον μηχανισμό της UNESCO, τόσο ευκολότερα θα μπορεί μελλοντικά να παρουσιάζει περιοχές, νησίδες και θαλάσσιες ζώνες ως χώρους «ιστορικού δεσμού» με τον τουρκικό κόσμο.
Τα επόμενα βήματα της Άγκυρας είναι προβλέψιμα και ανησυχητικά:
Πρώτον, αναμένεται να καταθέσει πολυεθνικούς φακέλους στην UNESCO, σε συνεργασία με άλλες χώρες (π.χ. Βουλγαρία, Αλβανία), για πολιτιστικά στοιχεία με κοινά χαρακτηριστικά, ώστε να αμβλύνει τον ελληνικό πολιτιστικό χαρακτήρα του Αιγαίου.
Δεύτερον, να εντείνει τη λεγόμενη μουσείο-διπλωματία, προβάλλοντας εκθέσεις και αφηγήσεις που αναδεικνύουν την οθωμανική κληρονομιά σε νησιά και παραλιακές ζώνες, νομιμοποιώντας τη «μνήμη» ως εργαλείο πολιτικής.
Τρίτον, να προωθήσει χαρτογραφικά τεκμήρια σε διεθνή φόρα (ICOMOS, ICCROM) με στόχο την κατοχύρωση ιστορικών «πολιτιστικών ερεισμάτων» στην περιοχή, τα οποία θα λειτουργούν μελλοντικά ως πολιτικό επιχείρημα.
Απέναντι σε αυτή τη στρατηγική, η Ελλάδα παραμένει, στην καλύτερη περίπτωση, αμυντική. Οι ελληνικές αρχές δεν έχουν αναπτύξει αντίστοιχο μηχανισμό πολιτιστικής διπλωματίας. Η εγγραφή πολιτιστικών στοιχείων στην UNESCO (π.χ. ρεμπέτικο, μεσογειακή διατροφή) γίνεται αποσπασματικά και χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, ενώ η παρουσία μας σε κρίσιμες επιτροπές είναι περιορισμένη. Κυρίως, απουσιάζει ένα ενιαίο αφήγημα που να τεκμηριώνει την ελληνική πολιτιστική συνέχεια στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα οφείλει να ιδρύσει Μόνιμο Παρατηρητήριο Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ένα θεσμικό όργανο που θα παρακολουθεί διεθνείς οργανισμούς όπως η UNESCO, θα καταγράφει κινήσεις τρίτων χωρών (όπως η Τουρκία) και θα προετοιμάζει ελληνικές υποψηφιότητες με σαφείς εθνικούς στόχους. Παράλληλα, χρειάζεται επιθετική πολιτιστική στρατηγική στον Κατάλογο Άυλης Κληρονομιάς, με καταγραφή στοιχείων του Αιγαίου και της νησιωτικής Ελλάδας (παραδοσιακά ναυτικά έθιμα, τοπική αρχιτεκτονική, θρησκευτικές πρακτικές, μουσική κ.ά.) ως ξεκάθαρα ελληνικά, όχι πολυεθνικά.
Απαραίτητη είναι και η ενίσχυση της ελληνικής παρουσίας σε επιτροπές λήψης αποφάσεων της UNESCO, καθώς και η σύνδεση πολιτιστικής κληρονομιάς με τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό. Όλα αυτά θα πρέπει να ενισχυθούν από μια δομημένη δημόσια διπλωματία και εκστρατείες ενημέρωσης τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Καθώς η Τουρκία «γεωπολιτικοποιεί» την πολιτιστική της κληρονομιά και αναζητά στηρίγματα για τις διεκδικήσεις της, η Ελλάδα φαίνεται να αγνοεί την αξία της πολιτιστικής ισχύος στον σύγχρονο διπλωματικό ανταγωνισμό. Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν θα αντιδράσουμε, αλλά αν μπορούμε να ανακτήσουμε χαμένο έδαφος σε ένα πεδίο όπου δεν αρκούν τα δίκαια, αλλά απαιτείται στρατηγική προβολή τους.