Το πακέτο φορολογικών μέτρων που ανακοινώθηκε στη ΔΕΘ δεν αποτελεί αναπτυξιακή στρατηγική για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, αλλά μια ωμή επίδειξη ταξικής πολιτικής. Δεν πρόκειται για μέτρα στήριξης, αλλά για σύστημα προνομίων υπέρ ελαχίστων.
Την ώρα που η ακρίβεια σαρώνει, οι νέοι ασφυκτιούν από την ανεργία και τα νοικοκυριά δαπανούν σχεδόν το μισό εισόδημά τους για στέγαση, ο Πρωθυπουργός κατασπατάλησε τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο, παρέχοντας φοροελαφρύνσεις χιλιάδων ευρώ στον εαυτό του, στους υπουργούς, στους βουλευτές, στους διάφορους διοικητές, στα μεγαλοστελέχη τραπεζών και σε άλλους που έχουν εισόδημα άνω των 60.000 ευρώ. Η συντριπτική πλειονότητα, δηλαδή, έμεινε στο περιθώριο, βλέποντας τις ανισότητες να διευρύνονται δραματικά και το βιοτικό της επίπεδο να υποβαθμίζεται.
Απέναντι σε αυτή την πολιτική, που αγνοεί επιδεικτικά τις ανάγκες των πολλών, η ΝΙΚΗ στέκεται στο πλευρό του Έλληνα πολίτη και επιλέγει τον δρόμο της σοβαρότητας, της υπευθυνότητας και της δικαιοσύνης. Έχουμε καταρτίσει πρόγραμμα προτάσεων – το οποίο περιλαμβάνει και τις απαραίτητες παρεμβάσεις στο σημερινό άδικο φορολογικό σύστημα – με συγκεκριμένα, κοστολογημένα μέτρα που μειώνουν το φορολογικό βάρος για τις οικογένειες και τους απλούς εργαζόμενους. Το πρόγραμμα στοχεύει στην πραγματική ανάπτυξη και είναι σχεδιασμένο ώστε να υπηρετεί το σύνολο της κοινωνίας και όχι μόνο την ελίτ.
Αποδομώντας τα φορολογικά μέτρα που ανακοίνωσε στη ΔΕΘ ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης:
1. «Αλλαγές στις φορολογικές κλίμακες μισθωτών, συνταξιούχων, αυτοαπασχολουμένων και αγροτών υπέρ της μεσαίας τάξης και των οικογενειών με πολλά παιδιά»
Από τις μειώσεις των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων και τις υπόλοιπες αλλαγές στις φορολογικές κλίμακες, ευνοούνται κατά κύριο λόγο όσοι έχουν υψηλά ή πολύ υψηλά εισοδήματα, από 60.000 ευρώ και άνω. Αυτοί κερδίζουν ετήσιες μειώσεις φόρου από 1.600 έως και 5.300 ευρώ, όπως προκύπτει και από τους αναλυτικούς πίνακες με τα οφέλη ανά 1.000 ευρώ εισοδήματος που παρουσίασε η ίδια η ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Οι προνομιούχοι που απολαμβάνουν τα μεγαλύτερα ποσά φοροελαφρύνσεων είναι μόλις 80.000 φυσικά πρόσωπα σε όλη την Ελλάδα, τα οποία ανήκουν σε 49.605 νοικοκυριά και αντιστοιχούν μόλις στο 0,74% του συνόλου των 6.678.421 φορολογουμένων (νοικοκυριών και αγάμων).
Στους 80.000 ευνοούμενους περιλαμβάνονται ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, οι υπουργοί και υφυπουργοί του, οι βουλευτές, οι περιφερειάρχες, οι δήμαρχοι, οι γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων, οι πρόεδροι και οι διευθύνοντες σύμβουλοι δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων, τα μεγαλοστελέχη τραπεζών και άλλων μεγάλων ανωνύμων εταιρειών, οι γενικοί διευθυντές υπουργείων, οι πλουσιοπάροχα αμειβόμενοι ποδοσφαιριστές μεγάλων ομάδων, οι μεγαλοδικηγόροι, οι μεγαλογιατροί και πολλοί άλλοι οικονομικά ισχυροί ελεύθεροι επαγγελματίες (τραγουδιστές κ.λπ.) με υψηλά εισοδήματα.
Στον αντίποδα, περίπου 3.000.000 φορολογούμενοι με ετήσια εισοδήματα έως 10.000 ευρώ δεν έχουν κανένα όφελος, για δύο λόγους: α) στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι αφορολόγητοι, καθώς είναι χαμηλόμισθοι ή χαμηλοσυνταξιούχοι των οποίων τα εισοδήματα βρίσκονται κάτω από τα ήδη ισχύοντα αφορολόγητα όρια, και β) οι υπόλοιποι είναι αυτοαπασχολούμενοι ή αγρότες, για τους οποίους ο ισχύων συντελεστής 9% παραμένει αμετάβλητος. Εξαίρεση αποτελούν μόνο ορισμένες περιορισμένες ομάδες αυτοαπασχολουμένων ή αγροτών ηλικίας έως 25 ετών, καθώς και πολυτέκνων ανεξαρτήτως ηλικίας, με εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ, για τους οποίους ο συντελεστής 9% μηδενίζεται.
Πέραν των 3.000.000 μη ωφελούμενων με εισοδήματα έως 10.000 ευρώ, άλλοι 1.700.000 φορολογούμενοι με ετήσια εισοδήματα από 10.000 έως 15.000 ευρώ, χωρίς τέκνα ή με 1-2 τέκνα, αποκομίζουν πενιχρά οφέλη, καθώς οι μειώσεις φόρου για αυτούς κυμαίνονται από 20 έως 300 ευρώ ετησίως (δηλαδή 1,67 έως 25 ευρώ μηνιαίως). Συνολικά, οι 4.700.000 μη ωφελούμενοι ή ελάχιστα ωφελούμενοι αντιπροσωπεύουν το 70% του συνόλου των φορολογουμένων. Στις κατηγορίες αυτές περιλαμβάνονται χαμηλόμισθοι νέοι εργαζόμενοι, χαμηλοσυνταξιούχοι και άλλες πολυπληθείς ομάδες πολιτών με πενιχρά εισοδήματα, συμπεριλαμβανομένων και ευπαθών ομάδων όπως οι ανάπηροι και οι άνεργοι. Οι συγκεκριμένες επιλογές της κυβέρνησης αναμένεται να διευρύνουν τις εισοδηματικές ανισότητες, καθώς η φιλοσοφία των μέτρων ευνοεί τους ήδη οικονομικά ισχυρούς, ενώ αφήνει στο περιθώριο τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
2. Μείωση του φορολογικού συντελεστή από 35% σε 25% για εισοδήματα από ενοίκια άνω των 12.000 ευρώ
Η εν λόγω μείωση ευνοεί περίπου 150.000 ιδιοκτήτες, με εισοδήματα από ενοίκια άνω των 12.000 ευρώ ετησίως (ή 1.000 ευρώ μηνιαίως). Από αυτούς, περίπου 40.000 ιδιοκτήτες που εισπράττουν ποσά άνω των 24.000 ευρώ (ή 2.000 ευρώ μηνιαίως) κερδίζουν τα μέγιστα, με μειώσεις φόρου που φτάνουν έως και τα 1.200 ευρώ ετησίως. Αντιθέτως, για περίπου 1.900.000 ιδιοκτήτες ακινήτων που εισπράττουν έως 12.000 ευρώ τον χρόνο από ενοίκια δεν προβλέπεται καμία φορολογική ελάφρυνση.
3. Αναμόρφωση τεκμηρίων διαβίωσης
Η κυβέρνηση αποφάσισε τη μείωση των τεκμηρίων διαβίωσης για κατοικίες που βρίσκονται σε περιοχές με χαμηλές αντικειμενικές αξίες (500 έως 2.799 ευρώ/τ.μ.) κατά 30%. Ωστόσο, για περιοχές με υψηλές αντικειμενικές αξίες (άνω των 2.800 ή ακόμη και 5.000 ευρώ/τ.μ.), αποφασίστηκε μείωση κατά 35%. Κι εδώ παρατηρείται ότι η μεγαλύτερη εύνοια παρέχεται στους λίγους και πλούσιους που διαμένουν σε ακριβές περιοχές όπως η Κηφισιά, η Γλυφάδα, η Βουλιαγμένη, το Πανόραμα Θεσσαλονίκης, η Μύκονος κ.λπ.