Θα ήθελα να κάνω μια αναφορά στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και τις αγροτικές κινητοποιήσεις.
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι μια «κακή στιγμή», ούτε ένα μεμονωμένο διοικητικό ατύχημα. Είναι ο καθρέφτης ενός ολόκληρου συστήματος που χτίστηκε επί δεκαετίες πάνω στην ανοχή των κυβερνώντων, την πελατειακή λογική και την εγκληματική αυταπάτη ότι ο πρωτογενής τομέας μπορεί να επιβιώνει χωρίς παραγωγικότητα, χωρίς επενδύσεις και χωρίς αξιολόγηση.
Η Ελλάδα από το 1980 έως σήμερα έχει απορροφήσει δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ σε αγροτικές ενισχύσεις. Τα χρήματα αυτά δεν δόθηκαν για να συντηρηθεί μια στασιμότητα, αλλά για να μετασχηματιστεί ο αγροτικός τομέας της χώρας.
Παρόλα αυτά, και ενώ βρισκόμαστε στο 2025, συζητάμε ακόμη, σαν να μη παρήλθαν σαράντα και πλέον χρόνια επιδοτήσεων, για έναν πρωτογενή τομέα με μέση αξία γεωργικής παραγωγής περίπου 190 ευρώ ανά στρέμμα, όταν χώρες όπως η Ολλανδία ξεπερνούν τα 1.700 ευρώ και το Ισραήλ τα 1.200.
Αυτή η χαώδης διαφορά παραγωγής δεν οφείλεται ούτε στη διαφορά κλίματος ούτε σε ζητήματα εδάφους. Είναι αποτέλεσμα πολιτικής, νοοτροπίας και ευθύνης.
Για την εικόνα αισχύνης και απόγνωσης τη μεγαλύτερη ευθύνη φέρουν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Είναι καιρός πια να κάνουν την αυτοκριτική τους και να αποδεχτούν τις ευθύνες τους. Αντί να δουν τις επιδοτήσεις ως μοχλό εκσυγχρονισμού, τις χρησιμοποίησαν αφειδώς ως εργαλείο κοινωνικής ειρήνης και εκλογικής πελατείας.
Δεν συνέδεσαν ποτέ ουσιαστικά τις ενισχύσεις με την παραγωγικότητα, την καινοτομία και τις πραγματικές επενδύσεις. Ανέχθηκαν –και σε πολλές περιπτώσεις διευκόλυναν– ένα σύστημα δηλώσεων, εικονικών καλλιεργειών και «δικαιωμάτων» αποκομμένων από την πραγματική παραγωγή.
Κατανοούμε, λοιπόν, ότι το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι αποτέλεσμα αυτής της διαχρονικής συνενοχής, όπου τα κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ έπαιξαν καταλυτικό ρόλο. Ευθύνες, βέβαια, έχει και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εφάρμοσε την περίφημη «τεχνική λύση», που, όπως αποδείχτηκε, επέτρεψε στους κτηνοτρόφους και σε δεκάδες απατεώνες να δηλώνουν βοσκότοπους υπαρκτούς και ανύπαρκτους, ακόμα κι αν δεν πληρούσαν τα κριτήρια με αυστηρότητα, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν ενισχύσεις χωρίς ελέγχους.
Για δεκαετίες, ένα σημαντικό μέρος του πρωτογενούς τομέα επέλεξε τον δρόμο της βεβαιότητας των επιδοτήσεων αντί των επενδύσεων. Ελάχιστα κεφάλαια κατευθύνθηκαν σε σύγχρονες υποδομές, σε τεχνολογία, σε συλλογικά σχήματα με διαφάνεια και επαγγελματική διοίκηση. Οι συνεταιρισμοί, αντί να γίνουν εργαλεία κλίμακας και εξωστρέφειας, συχνά μετατράπηκαν σε εστίες κακοδιαχείρισης και διαφθοράς.
Την ίδια στιγμή, ο κόσμος άλλαζε. Η παγκοσμιοποίηση, η ψηφιακή γεωργία, η αγροτεχνολογία, η πιστοποίηση ποιότητας και η σύνδεση με τις διεθνείς αγορές έγιναν ο κανόνας στις περισσότερες χώρες. Στην Ελλάδα, για μεγάλο μέρος του αγροτικού κόσμου, όλα αυτά θεωρήθηκαν απειλή.
Και έτσι, αντί να αυξάνεται η αξία της παραγωγής ανά στρέμμα, αναπαράχθηκε ένα μοντέλο χαμηλής απόδοσης, υψηλού κόστους και μόνιμης εξάρτησης από τις επιδοτήσεις της ΕΕ.
Ας ειπωθεί καθαρά: δεν είναι κοινωνική πολιτική να συντηρείς επ’ αόριστον μια μη ανταγωνιστική δραστηριότητα.
Δεν υπάρχει μέλλον για έναν πρωτογενή τομέα που λειτουργεί με λογικές δεκαετίας του ’80 σε μια οικονομία του 21ου αιώνα. Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι περισσότερα μπλόκα, ούτε περισσότερες καταγγελίες. Είναι ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο στον πρωτογενή τομέα: με επιδοτήσεις συνδεδεμένες με μετρήσιμη παραγωγικότητα ανά στρέμμα, με αυστηρούς έλεγχους και διαφάνεια, με υποχρεωτικό εκσυγχρονισμό της παραγωγής και της μεταποίησης, με πραγματικούς συνεταιρισμούς που θα λειτουργούν με επιχειρηματικά μοντέλα και ισχυρά κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις.
Αν δεν το κάνουμε, θα συνεχίσουμε να μοιράζουμε δισεκατομμύρια ευρώ για να παράγουμε φτώχεια. Αν το τολμήσουμε, η ελληνική γη –που έχει ποιότητα, κλίμα και δυνατότητες– μπορεί επιτέλους να αποδώσει αξία ανάλογη των δυνατοτήτων της.
Το Κίνημά μας στέκεται στο πλευρό των δίκαιων αιτημάτων των αγροτών. Οι ίδιοι πρέπει να ηγηθούν της αλλαγής των παθογενειών δεκαετιών που κρατούν πίσω τον πρωτογενή μας τομέα. Το μοντέλο αγροτικής ανάπτυξης της χώρας μας θα πρέπει οπωσδήποτε να μεταρρυθμιστεί ριζικά. Θα πρέπει να διδαχθεί από τις αναπτυγμένες αγροτικές χώρες, όπως για παράδειγμα την Ολλανδία και το Ισραήλ.
Σε ό,τι αφορά τα μπλόκα στις Εθνικές Οδούς, οι κινητοποιήσεις οφείλουν να διεξάγονται με ψυχραιμία και χωρίς ακρότητες. Θα πρέπει να διασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της οικονομίας και να μην υφίστανται ζημιές άλλοι τομείς της χώρας.
Του Ανδρέα Βορύλλα
Βουλευτή Β2 Δυτικού Τομέα Αθηνών με τη ΝΙΚΗ

