Ἐπ᾿ εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Προφήτου μας Σαμουήλ (20 Αὐγούστου) ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἱστορία τῆς ἐμφάνισης γιά πρώτη φορά Πολιτικῆς Ἀρχῆς καί στον Λαό τοῦ Θεοῦ.
Ὁ κεντρικὸς ἄξονας καὶ ἡ οὐσία τοῦ γεγονότος παραμένει διαχρονικὰ ὁ ἴδιος. Ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ πάντα ἔρχεται ἀντιμέτωπος καὶ ἀναμετρᾶται μὲ τὶς κοσμικὲς δυνάμεις καὶ δομές. Ὅσο ὁ Λαὸς εἶναι κοντὰ στὸν Θεό του καὶ ἐμπιστεύεται σ᾿ Αὐτὸν τὴν καθοδήγησή του, πορεύεται καὶ ζεῖ ἐν εἰρήνῃ καὶ προοδεύει καὶ πνευματικὰ ἀλλὰ καὶ ὑλικά. Ὅσο ὁ Λαὸς ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνσπείρεται μέσα του ὁ φόβος. Διστάζει καὶ φοβᾶται. Ἀναζητᾶ ἄλλες «ἐξασφαλίσεις», κοσμικές. «Ζηλεύει» τὰ ἄλλα ἔθνη, παλινδρομεῖ καὶ «ἐκκοσμικεύεται». Ζητᾶ καὶ αὐτὸς νὰ ζήσει ὅπως «ζοῦν» οἱ ἄλλοι λαοί, οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, αὐτοὶ ποὺ δὲν πιστεύουν στὸν Θεό. Φοβᾶται τὴν ἀναμέτρηση μὲ τὸν κόσμο καὶ ὑποτάσσεται, ὁδηγούμενος σὲ ἕνα μικρὸ ἢ μεγάλο κύκλο δουλείας, ὑποταγῆς καὶ βασάνων ποὺ συνήθως τὸν ὁδηγοῦν μετὰ ἀπὸ μιὰ μακρὰ διαδρομὴ στὴν μετάνοια καὶ στὴν ἐναπόθεση τῆς ἐλπίδας του καὶ πάλι στὸν Θεό, στὸν μόνο δηλαδὴ πραγματικὸ ὑπερασπιστὴ καὶ σωτῆρα του. «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών.»
Ὁ Λαός τοῦ ἀληθινού Θεοῦ συγκροτεῖ ἕνα ζῶν, λειτουργικό, θεανθρώπινο σῶμα πορευόμενο ἀπό δόξης εἰς δόξαν ἐντός τῆς ἱστορίας. Ἔχει κεφαλή του τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὡς Ἄσαρκο Λόγο μέχρι τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου καί ὡς Σεσαρκωμένο Λόγο ἔκτοτε καί γιά πάντα. Στόν Λαό τοῦ Θεοῦ ἀνήκουν ὅσοι ἀγαποῦν καί ἑνώνονται ἐν μετανοίᾳ καί ἡσυχασμῷ μέ τόν Χριστό ἀπό τόν Ἅγιο Ἀδάμ καί τήν Ἁγία Εὔα ἕως τούς ὀρθοδόξους τῶν ἐσχάτων καί τῆς συντελείας. Εἶναι ὁ Ἰσραήλ, ὁ Λαός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος συνεχίζεται μὲ ἐμᾶς τοὺς βαπτισμένους Ὀρθοδόξους ὡς ὁ νέος Ἰσραήλ μέχρι τά ἔσχατα. Ὁ Λαὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ εἶναι ἐνιαίος καὶ πορεύεται ἐνιαία καὶ αὐτόνομα στὴν ἱστορία, διαδραματίζοντας τὸν δικό του ρόλο στὴν ἀγλαοφανῆ του πορεία πρὸς τὰ ἔσχατα.
Μετὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὶς παλινωδίες του στὸ Σινᾶ ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰσραὴλ, θὰ ζήσει καὶ θὰ πορευτεῖ γιὰ ἑκατοντάδες χρόνια χωρὶς καμιὰν ἀπολύτως πολιτικὴ ἐξουσία. Στὶς κρίσιμες στιγμὲς τοῦ λαοῦ, ὅταν δηλαδὴ ὁ λαὸς ξεχνάει τὸν Θεό καὶ παλινδρομεῖ στὰ εἴδωλα, ἢ ὅταν ὁ λαὸς ὑποτάσσεται σὲ ἐχθρικὲς δυνάμεις, ἐμφανίζονται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄνθρωποι δίκαιοι, μὲ παρρησία στὸν Θεὸ ποὺ καθοδηγοῦν καὶ σώζουν τὸν λαό, ἀλλὰ καὶ διευθετοῦν τὶς καθημερινὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτοὶ χαρακτηρίστηκαν ὡς Κριτές, ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους τῶν ὁποίων εἶναι καὶ ὁ Σαμουήλ.
Ὅταν γέρασε ὁ Σαμουήλ, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ αἰσθάνθηκε ἀνασφάλεια. Βλέπει τὶς μεγάλες δυνάμεις τῶν ἐχθρῶν τριγύρω του καὶ δειλιάζει. Ξεχνάει τὸν Θεό του, ποὺ τόσες φορὲς στὸ παρελθὸν τὸν ἔσωσε, καὶ ἀναζητᾶ ἄλλες ἐξασφαλίσεις καὶ ἐγγυήσεις. Βλέπει τοὺς ἄλλους λαοὺς ποὺ ἔχουν βασιλιάδες καὶ «ζηλεύει». Νομίζει ὅτι ἂν καὶ αὐτὸς ἀποκτήσει ἕνα βασιλιά, μιὰν πολιτικὴ/κοσμική ἀρχὴ δηλαδή, θὰ σωθεῖ. Δὲν θέλει τὸν Θεό, θέλει ἕναν κοσμικὸ ἄρχοντα, ὅπως οἱ ἄλλοι. Δὲν ἐμπιστεύεται τὸν Θεό, ἀλλὰ μιὰν κοσμικὴ ἐξουσία. Πηγαίνουν λοιπὸν στὸν Σαμουήλ καὶ τοῦ ζητοῦν εὐθαρσῶς βασιλιά. Θέλομε βασιλιά. Ὁ Σαμουὴλ στενοχωριέται γιὰ τὸν σκοτασμὸ τοῦ λαοῦ. Ὅμως ρωτάει τὸν Θεὸ γιὰ τὸ θέμα καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀπαντάει ὅτι δὲν εἶναι τὸ θέλημά Του νὰ ἔχει ὁ λαός Του μιὰ πολιτικὴ ἐξουσία. Θέλει ὁ λαός του νὰ εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τέτοιες σκληρὲς κοσμικὲς ἱεραρχίες καὶ νὰ μὴν εἶναι ὑποταγμένος στὸ ὅποιο πολιτικὸ κατεστημένο. Παρήγγειλε ὅμως στὸν Σαμουὴλ νὰ ἀποφασίσει ἐλεύθερα ὁ λαός τί ἀκριβῶς θέλει, ἀφοῦ πρῶτα ἐνημερωθεῖ σὲ βάθος γιὰ τὸ τί ἀκριβῶς σημαίνει νὰ ἔχει στὸ κεφάλι του μιὰ πολιτικὴ ἐξουσία.
Ὁ Σαμουὴλ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἔκανε. Περιέγραψε γλαφυρὰ τί θὰ πεῖ νὰ ἔχει ὁ λαὸς ἕνα βασιλιά, μιὰ πολιτικὴ ἐξουσία στὸν σβέρκο του. Τοὺς εἶπε ὅτι ἡ πολιτικὴ ἐξουσία «ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς». Ὅτι θὰ δουλεύει γιὰ τὸ συμφέρον της καὶ ὄχι γιὰ τὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ. Ὅτι θὰ καταδυναστεύσει τοὺς νέους καὶ θὰ τοὺς ἀναγκάσει νὰ ὑπηρετοῦν τὸ πολιτικὸ σύστημα πρὸς ὄφελος τοῦ συστήματος. Τοὺς εἶπε ὅτι ἡ πολιτικὴ ἐξουσία θὰ τοὺς φορολογήσει ἀνελέητα καὶ θὰ τοὺς ἁρπάξει τὶς περιουσίες τους. Καὶ τέλος μὲ τὸν πιὸ ξεκάθαρο τρόπο εἶπε ὁ Σαμουὴλ στοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ του ὅτι θὰ γίνουν δοῦλοι τοῦ πολιτικοῦ συστήματος. «Καὶ ὑμεῖς ἔσεσθε αὐτῷ δοῦλοι» (Α΄ Βασ. 8,17). Καὶ ἂν αὐτὸ ἴσχυε γιὰ μιὰν πολιτικὴ ἀρχή, ἡ ὁποία θὰ προερχόταν ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Ἰσραήλ, πόσο περισσότερο αὐτὸ θὰ ἰσχύει γιὰ τὴν κάθε πολιτικὴ ἀρχὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ κύκλους καὶ παραδόσεις «ἄγευστες» Θεοῦ. Τοὺς παρακάλεσε λοιπὸν ὁ Σαμουὴλ νὰ μὴν ὑποταχθοῦν σὲ πολιτικὴ ἐξουσία ὅπως οἱ ἄλλοι λαοὶ ποὺ δὲν γνωρίζουν Θεό, νὰ μὴ γίνουν ὅμοιοι μὲ τοὺς ἄλλους, νὰ μείνουν ἐλεύθεροι, νὰ διατηρήσουν τὴν παράδοση καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τους, νὰ μὴν «ἐκκοσμικευθοῦν», νὰ μὴν κάνουν μιὰ τέτοια συμφωνία, νὰ μὴν ὑπογράψουν ἕνα τέτοιο μνημόνιο. Αὐτοὶ ὅμως τυφλωμένοι ἐπέμεναν: «ἆρον ἆρον ὑπόγραψον αὐτό» (sic). Καὶ ἔτσι ὁ Σαμουήλ, ὅπως τὸν εἶχε προτρέψει ὁ Θεός, ἐσεβάσθη καὶ ἀπεδέχθη τὴν ἀπόφαση τοῦ λαοῦ καὶ ὅρισε τὸν πρῶτο βασιλέα, τὴν πρώτη πολιτικὴ ἀρχὴ στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός λοιπόν δέν ἤθελε ὁ Λαός του νά βρίσκεται κάτω ἀπό καμιά μορφή Πολιτικῆς/Κοσμικῆς ἐξουσίας. Δέν ἦταν και οὒτε εἶναι πρός τό συμφέρον του. Ὅμως ἡ ἀδυναμία καί ἡ ὀλιγοπιστία του θα ὀδηγήσει τόν Λαό να ζητήσει ἀπό τον Θεό καί Κοσμική/Πολιτική ἀρχή ὅπως καί οἱ ἄλλοι λαοί γύρω του. Ὁ Θεός παρά τις διαφωνίες του συγκαταβαίνων ἀπεδέχθη τήν ὕπαρξη καί κοσμικῆς ἀρχῆς στό Λαό Του. Ὁ Λαός τοῦ Θεοῦ ἔχει ἔκτοτε ἀφενός μέν τήν Ἐκκλησιαστική Ἀρχή γιά τήν πνευματική καθοδήγηση καί ἁγιασμό καί παράλληλα τήν Κοσμική/Πολιτική Ἀρχή γιά τήν ἐπίλυση τῶν ποικίλων, καθημερινῶν, κοσμικῶν προβλημάτων. Οἱ δύο αὐτές Ἀρχές τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ (καί ὄχι γενικῶς τῶν λαῶν) ὀφείλουν νά βρίσκονται σέ συνεχή ἀγαστή συνεργασία (συναλληλία) μέ στόχο τήν διακονία καί πρόοδο τοῦ λαοῦ.
Η Κοσμική/Πολιτική Ἀρχή ἔλαβε διάφορες μορφές ἀναλόγως τοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου. Σέ περιόδους ὅπου οἱ συνθῆκες δέν ἐπιτρέπουν τήν ὕπαρξη Κοσμικῆς Ἀρχῆς, τόν ρόλο της ἐνίοτε τόν ἀναλαμβάνει καί αὐτόν ἀγαπητικά καί ὡς διακονία ἡ Ἐκκλησιαστική Ἀρχή. Κάτι τέτοιο συνέβη καί στό χῶρο τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς κατά τήν περίοδο τῆς Ὀθωμανοκρατίας.
Μετά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί τήν ἵδρυση τοῦ Ἑλλαδικοῦ κρατιδίου, παρατηρήθηκε μιά πολύ μεγάλη στρέβλωση, ἡ ὁποία σέ μεγάλο βαθμό συνεχίζεται ὡς σήμερα. Ὑπό τήν ἐπίδραση τοῦ «διαφωτισμοῦ», τῶν μεσσιανικῶν ἀντιλήψεων περί ἐθνικισμοῦ καί ἔθνους-κράτους, μέ τήν ἐπικράτηση φράγκικων ἰδεοληψιῶν καί παραδόσεων καί μέ τήν καθοδήγηση ξένων δυνάμεων καί ἀλλότριων συμφερόντων προέκυψε τό πρωτοφανές γεγονός τοῦ μονομεροῦς αὐτοκεφάλου καί ἡ πλήρης περιθωριοποίηση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, ἡ ὁποία ὑποβαθμίστηκε στόν ρόλο ἁπλοῦ σωματείου καί μάλιστα μέ πλήρη ὑποταγή στήν πολιτική ἐξουσία.
Σήμερα ὁ Λαός τοῦ Θεοῦ εἶναι πολυδιασπασμένος, ἀσθενής, ἄθυρμα ἀλλότριων δυνάμεων, χωρίς αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἑνός Ἑνιαίου Σώματος, χωρίς ἐπίγνωση τοῦ οἰκουμενικοῦ του ρόλου καί χωρίς κατεύθυνση συλλογικῆς πορείας. Ἡ δέ Πολιτική/Κοσμική Ἀρχή ἒχει πλήρως αὐτονομηθεῖ και δρᾶ ἐρήμην καί συχνά εἰς βάρος τοῦ Λαοῦ ὑπηρετῶντας ἀλλοτρια συμφέροντα.
Ὀφείλομε κατά τά μέτρα τῶν δυνατοτήτων μας τόσο σε προσωπικό ὃσο και σε συλλογικό ἐπίπεδο νὰ συναισθανθοῦμε τὴν κατάστασή μας, νὰ ἀναστοχαστοῦμε τὴν ὕπαρξή μας και την κατεύθυνση πού ὀφείλομε και θέλομε να πάρομε καὶ νὰ «ἔλθομε εἰς ἑαυτόν».
Ἰωάννης Κων. Νεονάκης
Ἐπικεφαλῆς Θεματικῆς Ὀμάδας Ρωμηοσύνης
romiosynh@nikh.gr