Κάθε χρόνο, τήν πρώτη μέρα τοῦ Αὐγούστου, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων Ἑπτὰ Παίδων Μακκαβαίων, τῆς μητέρας τους Σολομονῆς καὶ τοῦ δασκάλου τους Ἐλεαζάρου. Γιά τούς περισσότερους ἡ μεγάλη σημασία τῆς ἐορτῆς αὐτῆς ἀγνοεῖται. Και ὃμως ἡ ἐορτή αὐτή, εἶναι ὂχι μόνο μιά εὐκαιρία νά θυμηθοῦμε τούς πρό Χριστοῦ μάρτυρες τῆς πίστεώς μας, ἀλλά ἀποτελεῖ καί θεμέλιο λίθο γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴν ἰδιοπροσωπία μας ὡς Ὀρθοδόξων, ὡς τοῦ Νέου Ἰσραήλ, ἐνώ παράλληλα φωτίζει μὲ τρόπο μοναδικὸ τὴν πορεία μας μέσα στὴν σύγχρονη πνευματικὴ καὶ ἱστορικὴ συγκυρία.
Ἡ ἱστορία τῶν Μακκαβαίων, ὅπως μᾶς παραδίδεται στὰ ὁμώνυμα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐκτυλίσσεται τὸν 2ο αἰώνα πρὸ Χριστοῦ, σὲ μία ἐποχὴ ἀφόρητης πνευματικῆς πίεσης γιὰ τὸν Λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀντίοχος ὁ Ἐπιφανής, ἡγεμόνας τοῦ ἑλληνιστικοῦ βασιλείου τῶν Σελευκιδῶν, ἐπιδίωξε μὲ βία νὰ ἐπιβάλει τὴν ἐξομοίωση τῶν Ἰουδαίων, νὰ ἀφανίσει τὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια καὶ νὰ τὴν ἀντικαταστήσει μὲ τὴν εἰδωλολατρία καὶ τὸν συγκρητισμὸ τῆς ἐποχῆς του. Ἀπαγόρευσε τὴν τήρηση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, τὴν περιτομή, τὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν καὶ βεβήλωσε τὸν Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, μετατρέποντάς τον σὲ τόπο λατρείας τοῦ Ὀλυμπίου Διός.
Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ζοφερὸ πνευματικὸ τοπίο, ἀναδύθηκε ἡ ἂρνηση τῆς ὑποταγῆς καί ἡ ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως. Ὁ ὑπερήλικας Ἐλεάζαρος, οἱ ἑπτὰ νεαροὶ μαθητές του καὶ ἡ ἀνδρεία μητέρα τους Σολομονή, ἀρνήθηκαν νὰ ἀθετήσουν τὴν διαθήκη τους μὲ τὸν Θεό, λέγοντας ὄχι στὴν προσταγὴ νὰ φᾶνε ἀπὸ τὰ ἀπαγορευμένα χοιρινὰ κρέατα. Ἐπρόκειτο γιὰ μία πράξη ὕψιστης πνευματικῆς ἀντίστασης. Γνώριζαν πολὺ καλὰ πὼς ἡ ὑποχώρηση σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο θὰ ἰσοδυναμοῦσε μὲ τὴν πλήρη ἀπάρνηση τῆς πίστης τους. Προτίμησαν τὸν θάνατο μέσα σὲ φλόγες καὶ βασανιστήρια παρὰ τὴν πνευματικὴ ἀλλοτρίωση.
«Ἓτοιμοι γὰρ ἀποθνῄσκειν ἐσμὲν ἢ παραβαίνειν τοὺς πατρίους νόμους.» (Μακ. Β΄ 7,2), ἦταν ἡ βροντερὴ φωνὴ τοῦ πρωτότοκου, μία φωνὴ πού ἀντηχεῖ στοὺς αἰῶνες. Κι ἡ μητέρα τους, ἡρωικὴ μορφή, σὰν τὴν Παναγία ποὺ θὰ στεκόταν κάτω ἀπ’ τὸν Σταυρὸ τοῦ Υἱοῦ της, τοὺς ἐνθάρρυνε στὸ μαρτύριο, βάζοντας τὴν αἰώνια ζωὴ πάνω ἀπ’ τὴν πρόσκαιρη. Στό κείμενο ὑπάρχουν σαφείς ἀναφορές στήν ἁνάσταση ὃπως: «… αἱρετὸν μεταλλάσσοντα ὑπ᾿ ἀνθρώπων τὰς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ προσδοκᾶν ἐλπίδας πάλιν ἀναστήσεσθαι ὑπ᾿ αὐτοῦ·» (Μακ. Β΄ 7,14) ἢ ἀπό τήν μητέρα πρός τό νεαρό παιδί της: «…ἐπίδεξαι τὸν θάνατον, ἵνα ἐν τῷ ἐλέει σὺν τοῖς ἀδελφοῖς σου κομίσωμαί σε» (Μακ. Β΄ 7,29).
Γιὰ τοὺς Ἑβραίους, οἱ Μακκαβαῖοι συμβολίζουν τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἐθνικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἐπιβίωση καί τὴν ἀντίσταση τους ἐνάντια στὴν ἀφομοίωση. Ἡ ἐξέγερση ποὺ ἀκολούθησε τὸ μαρτύριό τους, μὲ ἡγέτη τὸν Ἰούδα τὸν Μακκαβαῖο, ὁδήγησε στὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἰουδαίας, στὸν ἐπανακαθαρισμὸ τοῦ Ναοῦ ἀπό την βεβήλωση καί στά ἐγκαίνια του τό 164 π.Χ., γεγονὸς ποὺ ἐορτάζεται μέχρι σήμερα μὲ τὴν ἐορτὴ τῆς Χανουκᾶ. Ἒμμεση ἀναφορά στήν ἐορτή γίνεται καί στό Εὐαγγέλιο ὃπου στό κατά Ἰωάννη 10,22 και 10,23 ἀναφέρεται: «Ἐγένετο δὲ τὰ ἐγκαίνια ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις, καὶ χειμὼν ἦν· καὶ περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ ἐν τῇ στοᾷ τοῦ Σολομῶντος». Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν βρέθηκε στόν Ναό κατά τήν ἐορτή.
Γιὰ μᾶς ὅμως τοὺς Ὀρθόδοξους, γιά ἐμᾶς τὸν Νέο Ἰσραήλ, ἡ σημασία τῶν Μακκαβαίων εἶναι πολύ βαθιά. Ἡ ἱστορία εἶναι ἐνιαία καὶ ἐπίσης ὁ Θεός εἶναι ἓνας, ἐνιαίος καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὁ Θεὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὁ Χριστὸς, ὡς ἄσαρκος Λόγος μέχρι τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου καὶ ὡς σεσαρκωμένος Λόγος ἔκτοτε καὶ γιὰ πάντα. Ἐμεῖς προσεγγίζομε τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδας μέσῳ τοῦ Χριστοῦ.
Ἐπίσης ἐνιαίος εἶναι καὶ ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι δηλαδὴ ποὺ εἶναι κοντὰ στὸ Θεό. Εἶναι ὁ Ἰσραὴλ ὁ ὁποῖος συνεχίζεται μὲ ἐμᾶς τοὺς βαπτισμένους Ὀρθοδόξους ὡς ὁ νέος Ἰσραήλ. Ὁ Λαὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ εἶναι ἐνιαίος καὶ πορεύεται ἐνιαία καὶ αὐτόνομα στὴν ἱστορία, διαδραματίζοντας τὸν δικό του ρόλο στὴν ἀγλαοφανῆ του πορεία πρὸς τὰ ἔσχατα. Οἱ Μακκαβαῖοι εἶναι μάρτυρες τῆς πίστεως πρὸ τῆς σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ, προηγούμενοι τῶν μυριάδων ἁγίων μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας μετά την σάρκωση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πίστη εἶναι μία. Εἶναι ἡ πίστη στο δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας, εἶναι ἡ πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό.
Πολύ σημαντικό γιά μᾶς εἶναι ὃτι τά γεγονότα μέ τούς Μακκαβαίους μᾶς βοηθοῦν νὰ καταλάβουμε καί τὴν θεμελιώδη διαφοροποίηση ἀνάμεσα στὸν Ὀρθόδοξο Ρωμηὸ καὶ τὸν Ἕλληνα. Ἡ ἒννοια τοῦ Ρωμηοῦ εἶναι πολύ εὐρύτερη τῆς ἒννοιας τοῦ Ἓλληνα. Ὁ Ρωμηὸς ἔχει τὴν ἔννοια κυρίως τοῦ χριστιανοῦ, τοῦ Ὀρθοδόξου, πέρα ἀπὸ ἐθνοτικὲς, φυλετικὲς ἢ γλωσσικὲς διαφοροποιήσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι παντελῶς δευτερεύουσες. Ἡ Ρωμηοσύνη, ἀντανακλᾶ τήν οἰκουμενικὴ διάσταση τοῦ Εὐαγγελίου, τήν ἐν Χριστῷ συνάντηση τῶν λαῶν, ποὺ θεμελιώθηκε μέν πάνω στὴν ἑλληνορωμαϊκὴ οἰκουμένη, ἀλλὰ τὴν μεταμόρφωσε ἐκ βάθρων. Ὁ Ρωμηὸς λοιπόν εἶναι ὁ πολίτης τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ὁ ὁποῖος κρατᾶ τὴν Παράδοση τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων, ὅπως ἀκριβῶς οἱ Μακκαβαῖοι φύλαξαν τὴν διαθήκη τοῦ Μωυσῆ.
Ἡ κατάσταση σήμερα δεν διαφέρει πολύ ἀπό τό πλαίσιο πού προσπάθησε να ἐπιβάλλει ὁ Ἀντίοχος, ἁπλῶς ἡ πρόκληση τοῦ Ἀντιόχου παίρνει νέες μορφές. Γράφει το κείμενο (Μακ. Α΄ 1,41 καί 1,42): «Καὶ ἔγραψεν ὁ βασιλεὺς Ἀντίοχος πάσῃ τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ εἷναι πάντας εἰς λαὸν ἕνα καὶ ἐγκαταλιπεῖν ἕκαστον τὰ νόμιμα αὐτοῦ.» Αὐτό εἶναι καί σήμερα τό ζητούμενο ἀπό ἐμᾶς: νά ἐγκαταλείψομε τήν ταυτότητα καί τήν ἰδιοπροσωπία μας καί νά γίνομε ἓνα μέ τούς ἂλλους, νά ἀφομοιωθοῦμε πλήρως, νά μήν ὑπάρχομε ὡς διακριτή συλλογικότητα καί ἑτερότητα να γίνομε ὃλοι ἓνας ὁμοίομορφος εὐκόλως διαχειριζόμενος χυλός.
Εἶναι μιά «παγκοσμιοποίηση», ἕνας νέος συγκρητισμὸς ποὺ ἐπιδιώκει νὰ ἐξαφανίσει κάθε τι τὸ ἰδιαίτερο, νὰ σχετικοποιήσει κάθε ἀλήθεια καὶ νὰ μετατρέψει τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη σὲ μία ἀκίνδυνη, ἰδιωτικὴ πεποίθηση καί σὲ ἓνα ἀπρόσωπο πολιτισμικὸ φολκλόρ. Ἡ νέα «χοιροφαγία» εἶναι ἡ ἀποδοχὴ ἑνὸς τρόπου ζωῆς χωρὶς Χριστό, ἡ ὑποταγὴ στὴν τυραννία τῶν παθῶν, ἡ λήθη τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς μετάνοιας, ἡ ἀντικατάσταση τῆς σωτηριολογικῆς σχέσης μέ τόν Θεάνθρωπο ἀπό μιά ἀδιέξοδη σχέση μέ τά κάθε εἶδους εἲδωλα.
Οἱ Μακκαβαῖοι στέκονται μπροστά μας σὰν ὁδοδείκτες καί σάν πυξίδα. Μᾶς θυμίζουν πὼς ἡ πίστη δὲν εἶναι ἀντικείμενο διαπραγμάτευσης. Πὼς ὑπάρχουν ὅρια ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε χωρὶς νὰ προδώσουμε τὴν ταυτότητά μας. Ὁ ἀγώνας τους μᾶς λέει ξεκάθαρα ὅτι ἡ ἀληθινὴ λευτεριὰ δὲν εἶναι ἡ ἀσυδοσία, ἀλλὰ ὃτι ἡ ἀληθινή ἐλευθερία θεμελιώνεται στήν ὑπακοὴ στὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Μᾶς καλοῦν δέ νὰ ἀναρωτηθοῦμε: Εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ «μὴ συμμορφωθοῦμε μὲ τὸν κόσμο τοῦτο»; Ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ ὁμολογήσουμε τὸν Χριστὸ ὄχι μόνο μὲ τὰ χείλη μας, ἀλλὰ μὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας, ἀκόμα κι ὅταν αὐτὸ ἔχει πολύ μεγάλο κόστος;
Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Μακκαβαίων εἶναι γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους Ρωμηούς μία ζωντανὴ πρόσκληση σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση. Εἶναι μία φωνὴ, ἡ ὁποία μᾶς καλεῖ νὰ ξαναβροῦμε τὸ βαθύ ρωμαίικο φρόνημά μας πού θά μᾶς ἐπιτρέψει νά πορευτοῦμε τήν ἀγλαοφανή μας πορεία ἀπό δόξης εἰς δόξαν προς τά ἒσχατα και μετά.
Ἰωάννης Κων. Νεονάκης
Ἐπικεφαλῆς Θεματικῆς Ὀμάδας Ρωμηοσύνης τῆς ΝΙΚΗΣ

