«Η Ρωμηοσύνη είναι οικουμενική και δεν γνωρίζει σύνορα, διότι η βάση της είναι η θεραπεία του ανθρώπου. Όταν η Εκκλησία παύει να είναι νοσοκομείο, τότε γίνεται θρησκεία· και η θρησκεία είναι η νευροβιολογική ασθένεια της ανθρωπότητας που ζητά να υποτάξει το θείο στη διάνοια.»
Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης: Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη.
Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία όπου οι άνθρωποι χάνουν όχι απλώς τον προσανατολισμό τους, αλλά την μνήμη του ποιοί είναι. Δεν πρόκειται για αμνησία γεγονότων, αλλά για κάτι βαθύτερο: για την απώλεια της εσωτερικής γλώσσας με την οποία κατανοούν τον εαυτό τους και τον κόσμο. Σε τέτοιες εποχές, οι κοινωνίες μοιάζουν λειτουργικές επιφανειακά, αλλά εσωτερικά παρουσιάζουν όλα τα συμπτώματα ενός συστήματος που έχει «κολλήσει».
Φανταστείτε έναν άνθρωπο που κληρονομεί μια παλαιά, αρχοντική έπαυλη. Στους τοίχους της είναι χαραγμένη η ιστορία του, και στα δωμάτιά της κρύβονται θησαυροί που δεν έχουν ακόμη ανακαλυφθεί. Κι όμως, με τον καιρό, πείθεται από αυτούς που τον υπονομεύουν πως το σπίτι αυτό είναι άχρηστο, ξεπερασμένο, σχεδόν επικίνδυνο. Του λένε πως δεν του ανήκει πραγματικά, πως δεν έχει παρελθόν και άρα δεν δικαιούται μέλλον. Τον περιορίζουν σε ένα μικρό, ανήλιο δωμάτιο της ίδιας του της κληρονομιάς και τον κάνουν να πληρώνει ενοίκιο για να παραμένει εκεί ως προσωρινός ένοικος.
Αυτή η αλληγορία περιγράφει με ακρίβεια την πορεία της Ρωμηοσύνης μέσα στον χρόνο. Από οικουμενική εμπειρία ζωής και πολιτισμού, περιορίστηκε σταδιακά σε «εθνικό» αφήγημα, σε λαογραφικό απολίθωμα, σε μιαν ιδεολογική «ταυτότητα» χωρίς υπαρξιακό περιεχόμενο. Η Ρωμανία – ως ορόσημο και τρόπος ύπαρξης – αντικαταστάθηκε από την «Ελλαδίτσα» – ως διαχειριστικό σχήμα. Και η απώλεια αυτή δεν υπήρξε μόνο πολιτική ή ιστορική· υπήρξε πρωτίστως ανθρωπολογική.
Σήμερα, όμως, καθώς το παγκόσμιο μοντέλο ζωής αποκαλύπτει τα όριά του, η Ρωμηοσύνη επανέρχεται όχι ως ρομαντική αναπόληση, αλλά ως πρόταση λειτουργικότητας. Όχι ως επιστροφή στο παρελθόν, αλλά ως υπενθύμιση ενός τρόπου που γνωρίζει πώς να θεραπεύει τον άνθρωπο εκεί όπου ο σύγχρονος πολιτισμός τον εξαντλεί.
Στον πυρήνα αυτής της πρότασης βρίσκεται η κοινότητα. Όχι ως κοινωνιολογική κατηγορία, αλλά ως υπαρξιακή συνθήκη. Ο σύγχρονος κόσμος οργανώνεται γύρω από τον ατομισμό, την απόδοση, τη μετρήσιμη αξία. Ο άνθρωπος γίνεται μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης, ένας αριθμός μητρώου σε μια απρόσωπη πολυεθνική εταιρική πραγματικότητα.
Αντίθετα, η Ρωμηοσύνη προτείνει το πρότυπο του κυριακάτικου τραπεζιού: έναν χώρο όπου η ζωή μοιράζεται πριν αξιολογηθεί. Εκεί, η σχέση προηγείται της σύμβασης. Και, μετά την οικογένεια, η ενορία και η γειτονιά, όχι απλώς ως γεωγραφικές ενότητες, αλλά ως τόποι αρμογής σώματος και ευθύνης. Η ανάγκη του διπλανού, του πλησίον, δεν μεταβιβάζεται σε ένα απρόσωπο κράτος ως «πρόβλημα»· αναλαμβάνεται προσωπικά ως χρέος τιμής. Ο άνθρωπος παύει να υπάρχει μόνος του και αρχίζει να ζει ως μέλος ενός σώματος που πάσχει και χαίρεται συλλογικά.
Αυτή η συλλογικότητα, όμως, δεν είναι εφικτή χωρίς εσωτερική υγεία. Κι εδώ αποκαλύπτεται η πιο ριζοσπαστική διάσταση της ρωμαίικης παράδοσης: η κατανόηση της Εκκλησίας όχι ως θεσμού ηθικής επιτήρησης, αλλά ως χώρου θεραπείας. Σε αντίθεση με την δυτική θρησκευτική εμπειρία, που συχνά παρουσίασε τον Θεό ως δικαστή και την σωτηρία ως νομική αθώωση, η Ρωμηοσύνη μιλά για θεραπεία και ίαση.
Η πνευματική ζωή δεν είναι αγώνας συμμόρφωσης, αλλά διαδικασία αποκατάστασης. Το πρόβλημα δεν είναι η παράβαση κανόνων, αλλά το εσωτερικό «βραχυκύκλωμα» της καρδιάς: η διάσπαση, ο φόβος, ο ναρκισσισμός. Οι δρόμοι της κάθαρσης και του φωτισμού, όπως διασώθηκαν στην ησυχαστική εμπειρία, λειτουργούν ως πρακτική σοφία για έναν άνθρωπο που ασφυκτιά μέσα στον ίδιο του τον εαυτό.
Από αυτήν την εσωτερική υγεία γεννιέται και το φιλότιμο – μια έννοια που αντιστέκεται στην μετάφραση γιατί δεν περιγράφει συμπεριφορά, αλλά στάση ύπαρξης. Το φιλότιμο δεν είναι «ηθικό καθήκον», αλλά αυθόρμητη γενναιοδωρία. Είναι η άρνηση της μικροπρέπειας, η ελευθερία να προσφέρεις χωρίς να υπολογίζεις το κέρδος. Είναι η αρχοντιά που δεν επιδεικνύεται, αλλά αναγνωρίζεται σιωπηλά.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και η παιδεία μεταμορφώνεται. Παύει να είναι μηχανισμός πιστοποίησης δεξιοτήτων και γίνεται μύηση στην ανθρωπιά. Δεν παράγει απλώς επαγγελματίες, αλλά πρόσωπα· ανθρώπους που δεν εξαντλούνται στην αυτοπροβολή, αλλά αναζητούν την αλήθεια των σχέσεων και το νόημα της προσφοράς.
Η Ρωμηοσύνη, τέλος, προτείνει μια διαφορετική οικουμενικότητα. Όχι την ισοπεδωτική ομοιομορφία της παγκοσμιοποίησης, αλλά το πολύχρωμο ψηφιδωτό της καθολικότητας. Κάθε λαός διατηρεί την ιδιοπροσωπία του, και ακριβώς μέσα από αυτήν συνεισφέρει στο κοινό ανθρώπινο σύνολο. Η ενότητα δεν επιβάλλεται· προκύπτει.
Σε αυτό το φως, η Ελλάδα δεν καλείται να μιμηθεί, ούτε να επαιτήσει αναγνώριση. Καλείται να θυμηθεί· να επανενεργοποιήσει ένα «λογισμικό» που γνωρίζει πώς να θεραπεύει τον άνθρωπο, πώς να μετατρέπει την ζωή από ατομική επιβίωση σε κοινή εμπειρία νοήματος. Η Ρωμηοσύνη δεν είναι ένα παρελθόν που χάθηκε. Είναι η επίμονη δυνατότητα ενός μέλλοντος όπου η υγεία της πνευματικής καρδιάς προηγείται της ισχύος και η αγάπη αποδεικνύεται, ξανά, η πιο ρεαλιστική δύναμη στον κόσμο.
Θεματική Ομάδα Ρωμηοσύνης της ΝΙΚΗΣ

