Στην πολιτική, το τέλος μιας εποχής σπάνια έρχεται με πάταγο, συχνότερα φθάνει αθόρυβα, με μικρές ρωγμές που σωρεύονται μέχρι να γίνουν καταιγίδα. Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τα σημάδια είναι ήδη ορατά. Η λάμψη της «μεταρρυθμιστικής ηγεσίας» ξεθωριάζει, η κοινωνική κόπωση διογκώνεται και η αξιοπιστία του ίδιου και της κυβέρνησής του δοκιμάζεται καθημερινά.
Οι υποσχέσεις της πρώτης τετραετίας, αποτελεσματικό κράτος, σταθερότητα, ανάπτυξη για όλους, σκοντάφτουν σήμερα στην πραγματικότητα. Από τη μία πλευρά οι θεσμικές κρίσεις, σκάνδαλα παρακολουθήσεων, ανασφάλεια στο πεδίο της οικονομίας και από την άλλη, η αδυναμία να πειστούν οι πολίτες πως «όλα βαίνουν καλώς». Οι ομιλίες στη ΔΕΘ, που άλλοτε στόχευαν να εμπνεύσουν, θυμίζουν ολοένα και περισσότερο τις τελετουργίες μιας εξαντλημένης διακυβέρνησης: υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, αριθμοί που δεν συναντούν την καθημερινότητα, αφηγήματα που καταρρέουν στην επαφή με την πραγματικότητα.
Παράλληλα, η εικόνα του Μητσοτάκη ως «αναντικατάστατου» ηγέτη ραγίζει. Η ενίσχυση μικρότερων κομμάτων, όπως η ΝΙΚΗ, που παρουσιάζουν ολοκληρωμένα προγράμματα και διαφοροποιούνται από το παιχνίδι των εντυπώσεων, δείχνει ότι ένα κομμάτι της κοινωνίας αναζητά πλέον κάτι διαφορετικό. Δεν είναι μόνο οι παραδοσιακοί αντίπαλοι που τον φθείρουν· είναι η αίσθηση ότι ο κύκλος κλείνει, ότι ο πρωθυπουργός έχει αρχίσει να μοιάζει περισσότερο με διαχειριστή φθοράς παρά με φορέα ελπίδας.
Η ελληνική πολιτική ιστορία είναι γεμάτη από «τέλη εποχής»: ο Ανδρέας Παπανδρέου στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο Κώστας Καραμανλής μετά την οικονομική κατάρρευση, ο Γιώργος Παπανδρέου με τα μνημόνια. Κανείς δεν πίστευε μέχρι την τελευταία στιγμή ότι το κύρος τους θα κατέρρεε τόσο γρήγορα· κι όμως, όταν η κοινωνία αποφάσισε ότι «αρκετά», η πτώση ήταν αναπόφευκτη.
Σήμερα, η συζήτηση δεν είναι αν ο Μητσοτάκης θα ολοκληρώσει τη θητεία του, αλλά αν θα καταφέρει να μείνει πολιτικά πειστικός σε μια κοινωνία που δείχνει όλο και πιο δύσπιστη. Το τέλος εποχής δεν κρίνεται στις αίθουσες της εξουσίας αλλά στην αίσθηση των πολιτών. Και εκεί, οι δείκτες είναι αμείλικτοι.
Το πραγματικό ερώτημα είναι τι έρχεται μετά. Θα συνεχίσουμε να ανακυκλώνουμε πρόσωπα και αφηγήματα που έχουμε ξανακούσει ή θα υπάρξει χώρος για νέες δυνάμεις να διαμορφώσουν το πολιτικό μέλλον; Αν κάτι διδάσκει η ιστορία, είναι ότι όταν ένα τέλος εποχής έρχεται, ανοίγει πάντα ο δρόμος για την αρχή μιας άλλης.
Κι εδώ βρίσκεται η δική μας επιλογή. Ψηφίζουμε ΝΙΚΗ. Γιατί θέλουμε μια Ελλάδα ελεύθερη, ισχυρή και με αξίες. Μια Ελλάδα που λογοδοτεί μόνο στον λαό της. Ψηφίζουμε ΝΙΚΗ γιατί πιστεύουμε σε μια πατρίδα που στηρίζει την οικογένεια, προστατεύει τα παιδιά της, τιμά την πίστη και την παράδοσή της. Γιατί θέλουμε πολιτική με καθαρό λόγο, με ειλικρίνεια και διαφάνεια. Χωρίς εξαρτήσεις.
Γιατί η ΝΙΚΗ είναι ο λαός, και ό,τι κάνει, το κάνει για τον λαό.