Τούς τελευταίους δύο αἰῶνες πορευόμαστε ὡς σύγχρονο κράτος σὲ μιὰ διαρκῆ κατάσταση ὀντολογικῆς σμίκρυνσης. Ζοῦμε μέσα σὲ μιὰ ἐσωτερικὴ, σχεδὸν ὑπαρξιακή, ἀστάθεια. Ἀπονευρωμένοι, χωρὶς δυναμισμό, χωρὶς τὴν χαρὰ τῆς θέας τοῦ φωτὸς ποὺ ὡς Γένος εἴχαμε συνηθίσει, ἀναλωνόμαστε σὲ μιὰ ἀγωνιώδη προσπάθεια καθημερινοῦ ἀτομικοῦ βιοπορισμοῦ, ἔχοντας ἀπολέσει τὴν συλλογικὴ μας νοηματοδότηση. Ἡ ρίζα αὐτῆς τῆς παρακμῆς, ἐντοπίζεται στὰ θεμελιώδη σφάλματα ποὺ ἔγιναν κατὰ ἴδρυση τοῦ νεοελληνικοῦ κρατιδίου.
Ἡ ἴδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ποὺ καὶ σὲ ἐπίπεδο συμβολισμοῦ καὶ σὲ ἐπίπεδο οὐσίας ἐκφράστηκε μὲ τὴν ἀνακήρυξη τῆς Ἀθήνας σὲ πρωτεύουσα τοῦ κρατιδίου, ἔγινε ὑπὸ τὴν ἀπόλυτη κηδεμονία καὶ τὸν ἔλεγχο τῶν τότε Μεγάλων Δυνάμεων. Τὸ κρατίδιο ὀργανώθηκε (ἐπὶ σκοπῷ) πάνω σὲ ἕνα ξένο πρὸς τὴν ἰδιοπροσωπία μας πρότυπο. Καταρχάς δημιουργήθηκε ἕνα ἔθνος-κράτος «καθαρό», στὰ πρότυπα τοῦ δυτικοῦ ἐθνικισμοῦ, τὸ ὁποῖο ἀπεμπόλησε βιαίως τὴν οἰκουμενική, ὑπερεθνική, ρωμαίικη παράδοση τοῦ Γένους μας. Μιὰ παράδοση ποὺ δὲν ὥριζε τὴν ταυτότητά της μὲ φυλετικὰ ἢ στενὰ γεωγραφικὰ κριτήρια, ἀλλὰ μὲ τὴν κοινὴ πίστη καὶ τὸν κοινὸ πολιτισμό. Ἀποκόπηκαν ἔτσι ἐκατομμύρια Ρωμηῶν ἀπὸ τὸν ἐθνικὸ κορμό, ἀφήνοντάς τους ἔρμαια στους νέους ἐθνικισμοὺς ποὺ ξεφύτρωναν στὰ Βαλκάνια καὶ τὴν εὐρύτερη Μέση Ἀνατολή.
Παράλληλα, τὸ σύνολο σχεδὸν τῶν θεσμῶν συγκροτήθηκε μὲ βάση τὰ δυτικὰ πλαίσια, ἀγνοῶντας πλήρως τὰ ἤθη, τὸ ἄγραπτο ἐθιμικὸ δίκαιο, τὸ γραπτὸ νομικὸ πλαίσιο, τὴν γραφειοκρατία, τὴν νομικὴ καὶ πολιτειακὴ ὀργάνωση τῆς πατρίδα μας ταῆς Ρωμανίας (ἀρχές, κοινά, ὀργανισμοὶ τοῦ κράτους, κατανομή ἐξουσιῶν, ρωμαϊκὸ δίκαιο, κρατικὴ παράδοση, ἐμπειρία, ἀντίληψη, ἀναφορὰ καὶ στοχεύσεις). Περαιτέρω, ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ κεντρικότατος ἄξονας τοῦ λειτουργικοῦ πλαισίου τῆς συναλληλίας, στὸ νεοσύστατο κρατίδιο ἐξοβελίστηκε στὸ ἐπίπεδο ἑνὸς ἀσήμαντου κοινωνικοῦ συλλόγου καὶ μάλιστα πλήρως ἐλεγχόμενου ἀπὸ τὸ κράτος. Ὁδηγήθηκε δὲ μὲ δραματικὸ τρόπο στὴν πλήρη ἀποκοπὴ της ἀπὸ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία.
Ἀπὸ τὶς πιὸ ὀλέθριες ἐπιλογὲς ἦταν καὶ ἡ πρωτοφανὴς στροφή ἀποκλειστικὰ στὴν κλασσικὴ ἀρχαιότητα. Ἕνας ἀσύλληπτος παλιμπαιδισμός. Δημιουργήθηκε μιὰ «ἱστορικὴ ἀερογέφυρα» 2.000 ἐτῶν, σὰν νὰ μὴν μεσολάβησε τίποτα μεταξὺ τοῦ Περικλῆ καὶ τοῦ 1821. Ἀντὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας, τὸ σύμβολό μας ἔγινε ὁ Παρθενώνας. Ἀντὶ τοῦ κέντρου μας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ Ἀθήνα. Ἀντὶ τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ ἀνθρώπινος στοχασμός. Χάσαμε τὴν οἰκουμενικὴ μας ἀναφορά, τὴν ἐσχατολογικὴ μας προοπτική, τὴν προοπτικὴ τῆς Θεανθρωπίας. Χάσαμε τὸ ὅλον πρὸς χάριν τοῦ μερικοῦ.
Σε αὐτὸ τὸ πλαίσιο τῆς ἀπολεσθεῖσας ταυτότητας, ἡ Ἀθῆνα, ὡς πρωτεύουσα, ἐνσαρκώνει αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πρόβλημα. Συμβολίζει τὴν προσκόλληση στὴν ἀρχαιότητα καὶ τὴν ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸν χιλιετὴ κορμὸ τῆς Ρωμηοσύνης μας. Τὸ ζήτημα εἶναι βαθειὰ ταυτοτικὸ καὶ ὑπαρξιακό. Καὶ ἡ λύση, λοιπόν, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπλῶς διαχειριστική. Πρέπει νὰ εἶναι ριζική, συμβολικὴ καὶ βαθειὰ ὀντολογική. Πρέπει νὰ ἀλλάξουμε ἐμεῖς ἐσωτερικὰ, νὰ ξαναβροῦμε τὴν συνέχεια τοῦ νήματος τῆς ἐμπειρίας μας καὶ αὐτὸ νὰ τὸ ἐκφράσομε μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ προσανατολισμοῦ καὶ τοῦ κέντρου μας. Καὶ ἀφοῦ τὸ κέντρο μας δὲν μπορεῖ ἄμεσα νὰ εἶναι καὶ πάλι ἡ Κωνσταντινούπολη, ἂς ἀποτελέσει ἡ Θεσσαλονίκη τὸ νέο κέντρο τῆς συλλογικότητάς μας, ἂς ἀποτελέσει ἡ Θεσσαλονίκη τὴν νέα πρωτεύουσα τῆς χώρας.
Ἡ Θεσσαλονίκη εἶναι ἡ πόλη ποὺ γίνεται ἡ «Συμβασιλεύουσα» στὰ χρόνια τῆς Ρωμανίας, ἡ πόλη ποὺ εἶναι πάντα ἡ ἐπόμενη πόλη τῆς Κωνσταντινούπολης, ἡ πόλη ποὺ ἐνέχει τὴν ἴδια πνευματικὴ δυναμικὴ καὶ σημασία, ποὺ συμβολίζει καὶ ἐκφράζει τὰ ἴδια προτάγματα μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ πόλη ποὺ σηματοδοτεῖ τὸ ἐνιαῖο τοῦ κράτους καὶ τὴν συνέχιση τοῦ ἀγῶνα ἀκόμα καὶ τὶς ἐποχές ποὺ ἡ Βασιλεύουσα βρίσκεται ὑπὸ ξένο κλοιό, ὅπως την περίοδο τῆς Λατινοκρατίας.
Ἂς τὸ δοῦμε ὅμως παράλληλα καὶ μὲ μιὰν ἄλλη, ἐνεργητικὴ προοπτική· ἂς ἀποτελέσει ἡ μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας τῆς χώρας στὴν Θεσσαλονίκη ἕναν ἐμβληματικὸ στόχο, τὸ σύμβολο, τὴν σημαία τῆς ἀναγέννησης τοῦ Ρωμαίικου. Ἂς καταδείξει ἠχηρὰ μιὰ τέτοια κίνησή μας τὴν ἐνσυνείδητη ἱστορικὴ στροφή μας ἀπὸ τὸ τοπικὸ στὸ οἰκουμενικό, ἀπὸ τὸ μερικὸ στὸ ὅλον, ἀπὸ τὴν ἀερογέφυρα τῆς ἀρχαιότητας στὴν πραγματικὴ ἱστορικὴ συνέχεια καὶ πορεία τοῦ Γένους μας, ἀπὸ τὴν ὑποτέλεια στὴν αὐθύπαρκτη πορεία μας, ἀπὸ τὴν ἀπονεύρωση καὶ τὴν διάλυση στὴν συσπείρωση καὶ στὴν ἀνάδειξη τῶν δυνάμεων, ἀπὸ τὸν μεταπρατισμὸ στὴν δική μας αὐθεντικὴ σκέψη καὶ πρόταση, ἀπὸ τὸν μηδενισμὸ στὸ ὅραμα, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα στὸ μέλλον καὶ στὴν ἀγλαοφανή, ἐσχατολογικὴ μας προοπτική.
Δὲν θὰ σταθῶ στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας μετακινεί τὸ κέντρο βάρους τῆς χώρας ἐκεῖ ποὺ ἀνήκει στρατηγικά, στὴν εὐρύτερη περιοχή τῆς χερσονήσου τοῦ Αἴμου καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καθιστῶντας τὴν μείζονα πολιτικὸ, διπλωματικὸ, ἐμπορικό, οἰκονομικὸ καὶ πολιτιστικὸ κόμβο γιὰ ὁλόκληρη αὐτὴν τὴν περιοχή, ἐνισχύοντας ἔτσι σημαντικὰ τὴν ἐπιρροή της καὶ λειτουργῶντας ὡς ἀνάχωμα στὶς πολλαπλὲς κατακτητικὲς βλέψεις καὶ ἀποσταθεροποιητικὲς ἐνέργειες τρίτων δυνάμεων.
Δὲν θὰ σταθῶ στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας θὰ πυροδοτήσει μιὰ τεράστια ἀναπτυξιακὴ ὤθηση γιὰ τὴν Μακεδονία, τὴν Θρᾴκη καὶ ὁλόκληρη τὴν Βόρεια Ἑλλάδα, προσελκύοντας ἐπενδύσεις, δημιουργῶντας νέες θέσεις ἐργασίας, καὶ ἀνακόπτοντας τὴν πληθυσμιακὴ αἱμορραγία καὶ τὸν γενικευμένο μαρασμὸ τῆς περιοχῆς ποὺ ὅλο καὶ περισσότερο τὴν καθιστοῦν de facto εὐάλωτη στὶς γεωστρατηγικὲς ὀρέξεις τρίτων.
Δὲν θὰ σταθῶ στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας, μὲ τὴν ἐγγύτητα στὰ βόρεια σύνορα, τὴν διασπορὰ τῆς ἀμυντικῆς ὑποδομῆς καὶ τὴν πρόδηλη ὑπόμνηση πρὸς ὅλους τῆς ἀδιαπραγμάτευτης ἀποφάσεώς μας νὰ προασπίσουμε κάθε σπιθαμὴ ἐθνικοῦ ἐδάφους, θωρακίζει τὴν χώρα ἀμυντικά. Οὒτε θα σταθῶ στο στρατηγικό μειονέκτημα τῆς ὑπερσυγκέντρωσης τοῦ μισοῦ πληθυσμοῦ της χώρας στην Αθήνα πού τήν καθιστᾶ πολλαπλῶς εὐάλωτη στίς σύγχρονές πολεμικές τεχνολογίες και δυνατότητες.
Δὲν θὰ σταθῶ στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας θὰ μεταλαμπαδεύσει τὴν ἰδιαίτερη πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ παρακαταθήκη καὶ ζῶσα παράδοση τῆς πόλης τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γονιμοποιῶντας τὴν συλλογικὴ μας συνείδηση.
Θὰ σταθῶ μόνο στὸ γεγονὸς ὅτι μιὰ τέτοια κίνηση θὰ πρέπει νὰ τὴν δοῦμε μὲ ὀντολογικὲς διαστάσεις, καθὼς εἶναι μιὰ game changer συνθήκη, μιὰ συνθήκη ποὺ ἀλλάζει σὲ βάθος τὸ ὅλο πλαίσιο, μιὰ συνθήκη ποὺ ἀλλάζει οὐσιαστικὰ τὴν ὕπαρξή μας, τὴν ὅλη νοηματοδότηση καὶ προοπτικὴ τῆς ζωῆς μας. Εἶναι μιὰ συνθήκη ποὺ λέει συνεχῶς πλέον, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, στους ἴδιους μας τοὺς ἑαυτούς, ἔπειτα στους λαοὺς τῆς Χερσονήσου τοῦ Αἴμου καὶ τῆς Μεσογείου, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλο τὸν κόσμο, ὅτι — κοιτάξτε — δὲν εἴμαστε μόνο Ἕλληνες καὶ ἀπόγονοι τοῦ Περικλέους καὶ τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητος, ἀλλὰ εἴμαστε κάτι πολὺ μεγαλύτερο, πολὺ πιὸ ὥριμο καὶ εὐρύτερο· εἴμαστε τὸ εὐσεβὲς Γένος τῶν Ρωμηῶν ποὺ πορευόμαστε στὴ διαχρονία μὲ τὴ σωτηριολογικὴ γιὰ τὴν οἰκουμένη, ἐσχατολογικὴ του προοπτική.
Ἀντὶ τῆς Ἀθήνας, ἂς στραφοῦμε ἐπιτέλους στὴν καρδιὰ τοῦ Γένους μας, στὴν Πόλη, ὄχι ὡς γεωγραφικὴ διεκδίκηση, ἀλλὰ ὡς πνευματικὸ προσανατολισμό. Καὶ ἡ Θεσσαλονίκη εἶναι ὁ τόπος ποὺ ἐνσαρκώνει αὐτὸν τὸν προσανατολισμὸ σήμερα.
Ὅταν ὁ Χριστὸς συνάντησε τὸν Σίμωνα, τοῦ εἶπε· «σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ· σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος». Δὲν τοῦ ἄλλαξε ἀπλῶς τὸ ὄνομα. Τοῦ ἄλλαξε τὴν ἀποστολή, τὴν νοηματοδότηση, τὴν ἴδια του τὴν ὕπαρξη. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρόκληση ποὺ ἔχουμε μπροστὰ μας ὡς ἔθνος· νὰ τολμήσουμε τὴν δική μας ἀλλαγὴ προσανατολισμοῦ καὶ ὀνόματος τοῦ κέντρου καὶ τῆς καρδιᾶς μας. Νὰ ξαναγίνουμε αὐτὸ ποὺ πάντα ἤμασταν. Και ἡ μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας στὴν Θεσσαλονίκη εἶναι τὸ πρῶτο καί ἀποφασιστικὸ βῆμα σὲ αὐτὸν τὸν δύσκολο ἀλλά ἀγλαοφανή δρόμο και πορεία μας.
Ἰωάννης Κων. Νεονάκης MD, MSc, PhD
Ἐπικεφαλῆς Θ.Ο. Ρωμηοσύνης τῆς ΝΙΚΗΣ
romiosynh@nikh.gr