Ὑπάρχει ἕνα μοναστήρι στὴν ἐρημιὰ τοῦ Σινᾶ, ποὺ ἔχει διατηρηθεῖ ζωντανὸ καὶ ἀπαρασάλευτο γιὰ σχεδὸν 1.500 χρόνια. Δὲν εἶναι ἕνα ὁποιοδὴποτε μοναστήρι· εἶναι ἡ Μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, ἡ παλαιότερη συνεχῶς λειτουργοῦσα χριστιανικὴ μονὴ τοῦ κόσμου. Καὶ ὅμως, πολλοὶ συνέλληνες ἀναρωτιοῦνται τί «δουλειὰ» ἔχομε ἐμεῖς ἐκεῖ κάτω, σὲ μιὰ ἐρημικὴ γωνιὰ τῆς Αἰγύπτου, στὸν ἰσλαμικὸ κόσμο, ἐντὸς ἑνὸς κράτους ποὺ δὲν εἶναι οὔτε ὀρθόδοξο, οὔτε «ἑλληνικὸ».
Στὴν ἐποχὴ τῆς παγκοσμιοποιημένης ἀμνησίας καὶ τῆς ἐθνικῆς μας σχιζοφρένειας, ὅπου τὸ Γένος μας παλινδρομεῖ ἀμήχανα μεταξὺ μιᾶς νεοειδωλολατρικῆς ἀρχαιοπληξίας καὶ μιᾶς εὐρωπαϊκῆς ὑποτέλειας, ἡ ἐρώτηση «τί δουλειὰ ἔχομε ἐμεῖς ἐκεῖ κάτω;» γιὰ τὸ Σινᾶ, ἀποκαλύπτει τὸ βάθος τῆς ταυτοτικῆς μας σύγχυσης. Ἀποκαλύπτει τὴν ἐπιτυχία τοῦ διαχρονικοῦ σχεδίου ἀποδόμησης τῆς ἱστορικῆς μας συνείδησης.
Ἡ ἀπορία εἶναι μέν εἰλικρινής, ἀλλὰ φανερώνει μιά βαθιὰ σύγχυση, ποὺ ἔχει σπείρει ἡ ἀσυνέχεια ποὺ ἐπιβλήθηκε στὴν ἱστορικὴ μας συνείδηση. Μᾶς ἔμαθαν τοὺς τελευταίους δύο αἰῶνες, πὼς εἴμαστε ἀπλῶς Ἕλληνες, καὶ ἀπόγονοι τοῦ Περικλέους, καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ γιὰ περισσότερο ἀπὸ 1500 χρόνια ἤμασταν, δηλαδὴ Ρωμηοί· μᾶς ἔμαθαν ὅτι ἡ Ρωμανία ἦταν Βυζάντιο, καὶ ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς ἦταν κάποιος «Βυζαντινὸς» αὐτοκράτορας, ἕνας τρόπον τινὰ ξένος πρὸς ἐμᾶς. Τωόντι, μὲ τὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος τοῦ Περικλέους αἰσθανόμαστε οἰκεία ὡς ἀπόγονοι, μὲ τὸ ἄκουσμα ὃμως τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰουστινιανοῦ μᾶς μπαίνουν στὸ μυαλὸ ἐρωτηματικά.
Στὸν χῶρο τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, στὸν χῶρο τῆς Ρωμανίας, στον χῶρο τοῦ Ἑλληνιστικοῦ και Ρωμαϊκοῦ κόσμου η συνεχής ζωντανὴ παρουσία τοῦ ἐνσάρκως ἀναστηθέντος Χριστοῦ, καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, δρώντας ὡς καταλύτης μετασχημάτισε καὶ μετασχηματίζει ἀκόμη τὰ προσωπικὰ καὶ συλλογικὰ μας πλαίσια σὲ μιὰ νέα παράδοση, σὲ μιὰ νέα ταυτότητα, τὴν ρωμαίικη ταυτότητά μας.
Ὄχι, δὲν εἴμαστε ἀπλῶς Ἕλληνες· ὄχι, ἡ παράδοσή μας δὲν εἶναι ἀπλῶς ἕνα, ὅπως τὸ χαρακτηρίζομε συμβατικὰ, «ἑλληνοχριστιανικὸ» πολιτισμικὸ μόρφωμα ἄνευ ζωῆς καὶ σημασίας. Εἴμαστε κάτι πολὺ πιὸ εὐρύ· εἴμαστε Ρωμηοί· εἴμαστε τὸ, πέραν ἀπὸ γλῶσσες καὶ ἐθνικὲς καταγωγές, Εὐσεβὲς Γένος τῶν Ρωμηῶν· εἴμαστε ὁ Λαὸς τοῦ ζῶντος Θεοῦ, εἲμαστε ὁ νέος Ἰσραὴλ ὁ πορευόμενος τὴν ἀγλαοφανῆ του πορεία στὰ ἔσχατα, καὶ μετὰ.
Τὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης εἶναι δικό μας, ὄχι γιατί εἴμαστε «Ἕλληνες» μὲ τὴν στενὴ ἐθνοφυλετικὴ ἔννοια ποὺ μᾶς ἐπέβαλαν οἱ Βαυαροὶ καὶ ὁ Διαφωτισμός, ἀλλὰ γιατί εἴμαστε Ρωμηοί. Καὶ ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη τοῦ Σινᾶ εἶναι κατ᾽ ἐξοχὴν ρωμαίικο μοναστήρι. Χτίστηκε, λειτούργησε, διασώθηκε καὶ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει ὡς μέρος τοῦ Σώματος τῆς Ρωμανίας. Τὸ ἔχτισε ὁ τότε ἡγέτης τῆς πατρίδας μας, τῆς Ρωμανίας, ὁ Μέγας Ἰουστινιανός – ναι, ὁ ἴδιος Ἰουστινιανὸς ποὺ ἔχτισε καὶ τὴν Ἁγία Σοφία, καὶ ναι, ὁ ἴδιος ποὺ ἔχτισε καὶ τὸ ἄλλο ἐμβληματικὸ μοναστήρι, αὐτὸ τῆς Παναγίας Σαϊντανάγιας, κοντὰ στὴν Δαμασκὸ.
Ἡ Μονὴ τοῦ Σινᾶ, ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι ρωμαίικη, εἶναι δικιὰ μας. Ὄχι ἐπειδὴ ἔχει «Ἕλληνες» μοναχοὺς· ὄχι ἐπειδὴ μιλοῦν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα· ἀλλὰ γιατί ἐκφράζει ἐκεῖνο ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς στὸ βάθος μας· ὄχι ἕνα ἀπλὸ σύνολο ἐθνικῶν χαρακτηριστικῶν, ἀλλὰ μία ὁλοτελὴς ἐκκλησιαστικὴ ὕπαρξη, ἕνα ὁλοτελὲς γεγονός· ἕνας Λαὸς τῆς Λειτουργίας, τῆς προσευχῆς, τῆς Ὀρθόδοξης θεραπευτικῆς, τῆς νηπτικῆς θεώρησης καὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ.
Στὸ Σινᾶ ὁ χρόνος κυλᾶ διαφορετικά· ἡ Μονὴ ζεῖ σὲ λειτουργικὸ χρόνο· ἡ ἱστορία γίνεται παρόν· ἡ βάτος τοῦ Μωυσῆ δὲν ἀνήκει στὸν Παλαιὸ Νόμο μόνο, ἀλλὰ και στὸ σήμερα, ὡς ζῶσα Θεία Παρουσία· ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη δὲν εἶναι μιὰ φιλοσοφικὴ ἡρωΐδα, ἀλλὰ μιὰ ζῶσα Μάρτυς, ποὺ φωτίζει σήμερα, καθημερινὰ, τὶς καρδιὲς ὅσων ἔρχονται νὰ προσκυνήσουν. Τὸ Σινᾶ εἶναι τόπος Θεοφάνειας, ὁ τόπος τῆς φλεγομένης καὶ μὴ κατακαιομένης βάτου, τῆς κατ᾽ ἐξοχὴν προεικόνισης τῆς Θεοτόκου, ποὺ δέχθηκε στὰ σπλάχνα της τὸ πῦρ τῆς Θεότητος, καὶ δὲν καταφλέχθηκε.
Γιὰ τὴν ρωμαίικη σκέψη, ἡ ἱστορία δὲν εἶναι μιὰ ἁπλή γραμμικὴ πορεία γεγονότων, ἀλλὰ μιὰ πορεία συνεχοῦς σχέσεως τοῦ Θείου καὶ τοῦ ἀνθρώπινου. Ὁ Ἰουστινιανὸς δὲν ἔχτισε ἕνα ἀπλὸ στρατιωτικὸ ὀχυρὸ στὴν ἔρημο· ἔχτισε μιὰ Κιβωτὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀκριβῶς στὸ σημεῖο ὅπου ὁ Χριστὸς, ὡς ἄσαρκος Λόγος, συνῆψε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καὶ αὐτὴ ἡ Κιβωτὸς φυλάττει ἐδῶ καὶ 1500 χρόνια ἄσβεστη τὴν φλόγα τῆς ἀλήθειας τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου· φυλάττει ἄσβεστη τὴν λαμπρότητα καὶ τὸ φῶς τοῦ κάθε προσώπου ποὺ γράφει, ψάλλει, φιλοξενεῖ, λειτουργεῖ· κάθε προσώπου ποὺ καθαίρεται, φωτίζεται καὶ ἐν τέλει ἐνσαρκώνει τὸ φῶς. Ἡ Μονὴ τοῦ Σινᾶ εἶναι σφραγίδα τῆς ἀλήθειας καὶ σφραγίδα τῆς Ρωμανίας πάνω στὴν Ἁγία Γῆ.
Ἐμεῖς, λοιπόν, ἔχομε κάθε «δουλειὰ» νὰ εἴμαστε ἐκεῖ. Γιατί δὲν εἶναι θέμα ἐθνικῆς κυριαρχίας· εἶναι θέμα ταυτότητας. Τὸ Σινᾶ εἶναι κομμάτι τοῦ πραγματικοῦ ἐαυτοῦ μας· τῆς μυστικῆς ἀλυσίδας ποὺ μᾶς συνδέει μὲ τὸ Γένος τῶν Ἁγίων. Ὅσοι, λοιπόν, ἀναρωτιοῦνται τί δουλειὰ ἔχομε στὸ Σινᾶ, ἂς κοιτάξουν βαθειὰ μέσα τους· γιατί ἡ ἀληθινὴ δουλειὰ εἶναι νὰ ξαναβροῦμε τὸν πραγματικὸ μας ἐαυτό, καὶ ἐντέλει τὴν ἰδιοπροσωπία μας. Καὶ στὸ Σινᾶ, ὅποιος ἔχει καρδιὰ ζωντανή, θὰ τὴν ξαναβρεῖ.
Χαίρετε πάντα καί τοῦ χρόνου στήν Πόλη!
Ἰωάννης Κων. Νεονάκης
Ἐπικεφαλῆς Θ.Ο. Ρωμηοσύνης