Η συγκρότηση της νεοελληνικής Πολιτείας υπήρξε ιστορικά αδιαχώριστη από τον χώρο τον οποίο όφειλε να οργανώσει και να διαχειριστεί. Οι δημόσιες υποδομές —οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα, γέφυρες, λιμένες— δεν αποτέλεσαν απλώς τεχνικά έργα, αλλά κρίσιμες προϋποθέσεις για τη λειτουργία της κρατικής κυριαρχίας και την οικονομική και κοινωνική συνοχή. Στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου, οι υποδομές συνιστούν κατεξοχήν δημόσιο αγαθό, προϊόν συλλογικής επένδυσης και μέσο εξυπηρέτησης του κοινού συμφέροντος.
Ωστόσο, στη διάρκεια της ύστερης μεταπολιτευτικής περιόδου παρατηρείται μια σταδιακή αξιακή και θεσμική μετατόπιση, κατά την οποία η Πολιτεία τείνει να αντιμετωπίζεται όχι ως πολιτικό υποκείμενο που κατέχει και διαχειρίζεται υποδομές, αλλά ως σύνολο υποδομών καθαυτό. Η λειτουργική αυτή μεταμόρφωση μετατρέπει το κράτος σε χώρο —λογιστικά οργανωμένο διάδρομο— προσφερόμενο προς αξιοποίηση από διεθνείς οικονομικούς και γεωπολιτικούς δρώντες. Στο θεωρητικό αυτό πλαίσιο, οι υποδομές καθίστανται φορείς «στρατηγικής προσόδου» (strategic rent), δηλαδή πηγές μη παραγωγικού εισοδήματος που απορρέει όχι από οικονομική δραστηριότητα, αλλά από την αποκλειστική πρόσβαση σε σπάνιους χωρικούς πόρους και διαδρομές.
Κεντρικός διαμεσολαβητικός μηχανισμός σε αυτή τη διαδικασία είναι η εθνική ελίτ —πολιτική, οικονομική και τεχνοκρατική— η οποία αναλαμβάνει τον ρόλο του gatekeeper ως προς τη «μετατροπή της γεωγραφίας σε εμπόρευμα». Μέσω θεσμικών εργαλείων, όπως οι Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα και οι Συμβάσεις Παραχώρησης, η πολιτικοοικονομική ελίτ αντιμετωπίζει τις εθνικές υποδομές ως επενδυτικά προϊόντα, εξασφαλίζοντας σταθερές αποδόσεις ανεξαρτήτως κινδύνου· οι πολιτικοί και τεχνοκρατικοί θεσμοί λειτουργούν ως νομιμοποιητικός μηχανισμός, ωριμάζοντας και θεσμοθετώντας έργα προς όφελος ιδιωτικών σχημάτων.
Η περίπτωση της Εγνατίας Οδού αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Έργο χρηματοδοτούμενο εξ ολοκλήρου από δημόσιους και ευρωπαϊκούς πόρους, παραχωρήθηκε σε ιδιωτικό φορέα για μακροχρόνια εκμετάλλευση, παρά τη δημόσια κυριότητα και το στρατηγικό του βάρος. Η Σύμβαση Παραχώρησης που κυρώθηκε με τον Νόμο 4972/2022 καταδεικνύει τη μετατόπιση από το υπόδειγμα της δημόσιας ιδιοκτησίας σε αυτό της μακροχρόνιας εκχώρησης βασικών εθνικών πόρων, υπό πιέσεις διεθνών δανειστών και στο πλαίσιο ιδεολογημάτων εκσυγχρονισμού.
Την ίδια στιγμή, οι υποδομές της χώρας εντάσσονται σε ευρύτερα γεωπολιτικά σχήματα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε τη σημασία του ελληνικού δικτύου μεταφορών ως συμπληρωματικού άξονα του ΝΑΤΟ στη νοτιοανατολική πτέρυγα. Ο λιμένας της Αλεξανδρούπολης και οι συνδεόμενοι οδικοί και σιδηροδρομικοί άξονες λειτουργούν πλέον ως στρατηγικοί διάδρομοι μετακίνησης δυνάμεων, παρακάμπτοντας τα Στενά. Παράλληλα, ο Πειραιάς και ο άξονας ΠΑΘΕ/Π εντάσσονται στη χερσαία λογική της κινεζικής πρωτοβουλίας Belt and Road Initiative, εξυπηρετώντας τη ροή εμπορευμάτων προς την Κεντρική Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα καθίσταται χωρικός κόμβος τόσο για ευρωατλαντικές όσο και για κινεζικές στρατηγικές, στοιχείο που ενισχύει τον χαρακτήρα της «στρατηγικής προσόδου».
Η εσωτερική νομιμοποίηση αυτής της πορείας επιτυγχάνεται μέσω ενός δημόσιου λόγου που προβάλλει την υλοποίηση μεγάλων έργων ως τεκμήριο εθνικής ανάπτυξης. Ο λόγος αυτός επικεντρώνεται στην αισθητική και συμβολική διάσταση των υποδομών, παραμερίζοντας ζητήματα κόστους, ιδιοκτησίας και κοινωνικής ωφέλειας. Αποκρύπτει, μεταξύ άλλων, τόσο το υψηλό κόστος χρήσης για τον πολίτη —με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα διόδια— όσο και το γεγονός ότι οι υποδομές που χρηματοδοτούνται από δημόσιους πόρους μετατρέπονται σε αντικείμενο ιδιωτικής εκμετάλλευσης για δεκαετίες.
Οι επιπτώσεις αυτής της διαδικασίας για την κοινωνία και το κράτος είναι διττές. Από τη μία, η Πολιτεία χάνει ύλη κυριαρχίας, καθώς κρίσιμες δομές μετατρέπονται σε διασυνδετικούς διαδρόμους που ανταποκρίνονται σε απαιτήσεις εξωτερικών δρώντων. Από την άλλη, τα βάρη μετακυλίονται στον πολίτη, ο οποίος χρηματοδοτεί την κατασκευή και εν συνεχεία καταβάλλει κόστος χρήσης για υποδομές που δεν ελέγχει ούτε αξιοποιεί με όρους κοινωνικού οφέλους.
Η σχέση αυτή ανάμεσα στις μεγάλες υποδομές και την πολιτική εξουσία έχει επισημανθεί ήδη από την αρχαιότητα. Ο Αριστοτέλης, στα Πολιτικά (1313b 18–24), περιγράφει τα μεγάλα δημόσια έργα ως χαρακτηριστική πρακτική τυραννικών εξουσιών, οι οποίες επιβαρύνουν τους πολίτες οικονομικά και τους κρατούν απασχολημένους, περιορίζοντας τη δυνατότητά τους για πολιτική διεκδίκηση. Η παρατήρηση αυτή παραμένει διαχρονικά εύστοχη ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι υποδομές δύνανται να λειτουργήσουν όχι μόνο ως τεχνικά ή οικονομικά εργαλεία, αλλά και ως μέσα πολιτικής κυριαρχίας.
Η γεωπολιτική διάσταση των ελληνικών μεταφορών και η εξωτερική διαχείριση
Συνολικά, η μετατόπιση της Ελλάδας από Πολιτεία–διαχειριστή σε Ελλάδα–υποδομή εγγράφεται σε μια ευρύτερη διαδικασία μεταδημοκρατικής αναδιάρθρωσης, όπου η κυριαρχία επί του χώρου και των δικτύων αναδιανέμεται υπέρ οικονομικών και γεωπολιτικών δρώντων. Η στρατηγική πρόσοδος που αντλεί η ελίτ από την αξιοποίηση της γεωγραφικής θέσης της χώρας συνιστά μορφή μη παραγωγικού εισοδήματος με σημαντικό κοινωνικό και πολιτικό κόστος, το οποίο τελικά επιβαρύνει τα νοικοκυριά και υπονομεύει τη θέση του δήμου ως θεμελίου της δημοκρατικής Πολιτείας.
Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να διαμορφώνεται μια στρατηγική για την Αλεξανδρούπολη και την παράκαμψη του Βοσπόρου, με τρόπο που δεν έχει καμία σχέση με τον κλασικό κανόνα της εθνικής στρατηγικής. Αντί η χώρα να σχεδιάζει, να αποφασίζει και να διαμορφώνει τις υποδομές της με βάση τις δικές της ανάγκες, βλέπουμε να εφαρμόζεται μια πολιτική εκ των άνω προς τα κάτω, ως προϊόν συμμαχικών πιέσεων.
Πρώτα η Ουάσινγκτον —μέσω του πρέσβη Πάιατ— εγκατέστησε την Αλεξανδρούπολη ως στρατιωτικό κόμβο. Τώρα, η νέα πρέσβης, η κυρία Γκίλφοϊλ, προωθεί τον ίδιο χώρο ως ενεργειακό διάδρομο. Και βεβαίως, οι συμμαχίες είναι απαραίτητες· αλλά δεν μπορεί η Ελλάδα να λειτουργεί απλώς ως «χώρος εξυπηρέτησης», χωρίς τον δικό της στρατηγικό σχεδιασμό. Γιατί αυτό δεν είναι εξωτερική πολιτική· είναι εξωτερική διαχείριση.
Και εδώ τίθεται το κρίσιμο ερώτημα: όταν ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει τελειώσει, οι ισορροπίες θα αλλάξουν. Η Αμερική θα συνομιλήσει ξανά με τη Ρωσία. Και τότε θα τεθεί αναπόφευκτα το ερώτημα: Θα μπορεί ο κάθετος διάδρομος να μεταφέρει φυσικό αέριο από τον Βορρά προς τον Νότο; Ή θα μείνουμε εγκλωβισμένοι σε μια μονόδρομη ροή, αφήνοντας την Τουρκία, τον TurkStream και τον Βόσπορο να επανέλθουν στο παιχνίδι πιο ισχυροί από πριν;
Αν δεν προβλεφθεί διπλή κατεύθυνση ροής, αν δεν διασφαλιστεί ότι ο διάδρομος αυτός θα υπηρετεί μελλοντικά τα δικά μας συμφέροντα και όχι μόνο τις συγκυριακές προτεραιότητες τρίτων, τότε κινδυνεύουμε να έχουμε κατασκευάσει έναν διάδρομο χρήσιμο για όλους —εκτός από την Ελλάδα. Συνεπώς, αφού η χώρα επενδύει, παραχωρεί, υποδέχεται και στηρίζει, πρέπει να προβλεφθεί και να συμφωνηθεί η δυνατότητα αντίστροφης ροής, διότι αυτό θα τεθεί επί τάπητος μετά το πέρας του πολέμου στην Ουκρανία.
Γιώργος Αναστασούλης
Μέλος ΘΟ Εξωτερικής Πολιτικής

