Η πρόσφατη ελληνική παρουσία στη Νέα Υόρκη ανέδειξε, για ακόμη μία φορά, το έλλειμμα εθνικής στρατηγικής στην εξωτερική μας πολιτική. Περιοριστήκαμε σε τυπικές επαφές και γενικόλογες δηλώσεις, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα.
Την ίδια στιγμή, η Τουρκία αξιοποίησε πλήρως τη διεθνή συγκυρία και το βήμα του ΟΗΕ για να προβάλλει τις αναθεωρητικές της θέσεις, προβάλλοντάς την ως κεντρικό «παίκτη» στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Η ακύρωση της συνάντησης Μητσοτάκη–Ερντογάν είναι ένα σαφές μήνυμα: η Άγκυρα χρησιμοποιεί το ίδιο το πλαίσιο του διαλόγου ως εργαλείο πίεσης, επιδεικνύοντας προκλητικά τη γνωστή αλαζονεία της. Αντιθέτως, η Αθήνα εμφανίζεται εγκλωβισμένη σε μια γραμμή αμυντικής ρητορικής, χωρίς αποτρεπτικό βάθος και χωρίς εναλλακτική αφήγηση ισχύος.
Η συνεχιζόμενη διπλωματία των «ήρεμων νερών» που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση είναι, στην πραγματικότητα, διπλωματία παραίτησης. Όταν απέναντί σου έχεις έναν αναθεωρητή, η σιωπή δεν είναι στρατηγική· είναι συνενοχή.
Η αναφορά, συνεπώς, του Πρωθυπουργού στο casus belli θα είχε αξία μόνο αν συνοδευόταν από πράξεις. Αν πράγματι πίστευε στην άρση του, θα το είχε απαιτήσει ως απαράβατο όρο, πριν υπογράψει την Πολιτική Διακήρυξη των Αθηνών (Δεκέμβριος 2023) περί «Φιλίας και Καλής Γειτονίας».
Διότι είναι τουλάχιστον οξύμωρο να μιλάς για «καλή γειτονία» όταν ο απέναντι διατηρεί σε ισχύ την απειλή πολέμου, συντηρεί το τουρκολιβυκό μνημόνιο και προβάλλει τη «Γαλάζια Πατρίδα».
Με τη διακήρυξη αυτή, η κυβέρνηση έδωσε πιστοποιητικό καλής διαγωγής στην Τουρκία, προσφέροντάς της διεθνή νομιμοποίηση και «ξέπλυμα» της προκλητικότητάς της, στο όνομα των λεγόμενων «ήρεμων νερών». Μόνο που τα ήρεμα νερά κρύβουν ισχυρά υπόγεια ρεύματα τουρκικού αναθεωρητισμού.
Από το ίδιο βήμα του ΟΗΕ, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απαίτησε ευθέως την αναγνώριση του ψευδοκράτους και διακήρυξε ότι κανένα σχέδιο στην Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να πετύχει χωρίς την Τουρκία.
Ουσιαστικά, δήλωσε ότι οι ενεργειακές έρευνες νότια της Κρήτης, η ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου–Κρήτης και κάθε άλλο έργο στην περιοχή τελούν υπό την «έγκριση» της Άγκυρας.
Πρόκειται για ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, διατυπωμένη με δημόσια αλαζονεία.
Κι όμως, η Ελλάδα δεν αντέδρασε ούτε με ισοδύναμο πολιτικό μήνυμα, ούτε με διπλωματική πρωτοβουλία που να αναδεικνύει τη διάσταση της πρόκλησης.
Οι βαρύγδουπες ομιλίες στα διεθνή φόρα δεν αρκούν.
Αν η Ελλάδα δεν χαράξει στρατηγική ανθεκτικότητας, με αποτρεπτική ισχύ, συμμαχίες ουσίας και ενεργό ρόλο στα ενεργειακά και αμυντικά δίκτυα της περιοχής, τότε θα συνεχίσουμε να ακούμε τα ίδια: η Τουρκία θα αναθεωρεί, η Δύση θα «κατανοεί» και εμείς θα περιοριζόμαστε στο να περιγράφουμε το πρόβλημα.
Η χώρα μας οφείλει να αποδείξει ότι διαθέτει στρατηγικό βάρος και βούληση υπεράσπισης κάθε σπιθαμής ελληνικής γης.
Όχι μόνο «καλή διαγωγή» έναντι των συμμάχων, αλλά και εθνική αξιοπρέπεια απέναντι σε κάθε απειλή.
Η ΝΙΚΗ δεν αποδέχεται πολιτικές κατευνασμού. Πιστεύουμε σε μια εξωτερική πολιτική ενεργητική, εθνικά υπεύθυνη και στρατηγικά συνεκτική· μια πολιτική που δεν θα θυσιάζει κόκκινες γραμμές για πρόσκαιρες ισορροπίες, αλλά θα υπηρετεί τα διαχρονικά δίκαια του Ελληνισμού.
Τάσος Οικονομόπουλος
Βουλευτής Α ’Ανατολικής Αττικής της ΝΙΚΗΣ
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω