Ο τουρισμός δεν είναι απλώς ένας τομέας της ελληνικής οικονομίας. Είναι η ραχοκοκαλιά της, το κύριο μέσο που κρατά ζωντανή την αγορά, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Η Ελλάδα δεν διαθέτει βαριά βιομηχανία ούτε σημαντικές εξαγωγές· ζει από τον ήλιο, τη θάλασσα και την φιλοξενία της. Κι όμως, ο ίδιος αυτός πλούτος που θα έπρεπε να προστατεύεται ως εθνικό κεφάλαιο καταρρέει, καθώς η κυβέρνηση επιλέγει την αδράνεια και τη διαχείριση εντυπώσεων αντί ουσίας.
Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, τα νησιά της χώρας χρειάζονται επενδύσεις ύψους 35 δισ. ευρώ μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, για να διασωθούν υποδομές ζωτικής σημασίας — ύδρευση, ενέργεια, μεταφορές, απορρίμματα. Κι όμως, οι δημόσιες επενδύσεις παραμένουν στάσιμες στα 2 δισ. ευρώ ετησίως, ακριβώς ό,τι και στην ηπειρωτική χώρα, λες και τα νησιά μας δεν πνίγονται κάθε καλοκαίρι από υπερπληθυσμό, πίεση και εγκατάλειψη.
Μόνο η εποχική αύξηση του πληθυσμού φτάνει κατά μέσο όρο το +50%, ενώ σε ορισμένα νησιά ξεπερνά το +100%. Και όμως, ούτε προγραμματισμός, ούτε έργα, ούτε σχέδιο. Την ώρα που η τουριστική πυκνότητα φτάνει τους 33 επισκέπτες ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο ημερησίως, η κυβέρνηση κρύβεται πίσω από ευχολόγια και “προγράμματα ανάπτυξης” που μένουν στα χαρτιά.
Η ίδια μελέτη προτείνει τη δημιουργία μιας Εθνικής Αρχής Υποδομών Νησιών, ενός κεντρικού φορέα που θα συγκεντρώνει, θα ιεραρχεί και θα εκτελεί έργα με ταχύτητα και διαφάνεια. Αντί αυτού, η κυβέρνηση διατηρεί έναν χαοτικό μηχανισμό όπου υπουργεία, περιφέρειες και δήμοι παλεύουν μεταξύ τους, χωρίς συντονισμό, χωρίς τεχνικές υπηρεσίες, χωρίς όραμα. Το αποτέλεσμα; Έργα παγιδευμένα στις μελέτες και οι κάτοικοι των νησιών να πληρώνουν με την ποιότητα ζωής τους την ανικανότητα του κράτους.
Κι ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος καταγράφει με ψυχρά νούμερα το κόστος της κυβερνητικής αδράνειας, η έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (IEEP, 2022) έχει δώσει προ πολλού τη χαριστική βολή: τα ελληνικά νησιά είναι από τις περιοχές της Ευρώπης που πλήττονται εντονότερα από τον συνδυασμό κλιματικής αλλαγής και υπερτουρισμού. Ήδη δεκάδες νησιά εξαρτώνται από υδροφόρες για την ύδρευση τους, η Κρήτη αναμένεται να χάσει έως και 30% των αποθεμάτων νερού έως το 2050, και το συνολικό κόστος αυτής της κρίσης μπορεί να φτάσει το 1,8% του ελληνικού ΑΕΠ ετησίως.
Πρόκειται για έναν εθνικό συναγερμό που η κυβέρνηση προσποιείται πως δεν ακούει. Αντί να θεσμοθετήσει πλήρη ανταποδοτικότητα στα έσοδα από τέλη διαμονής και κρουαζιέρας (400 εκατ. ευρώ τον χρόνο), τα αφήνει να χαθούν σε έναν κρατικό μηχανισμό χωρίς σχέδιο και χωρίς λογοδοσία. Αντί να προχωρήσει σε ουσιαστικές συμπράξεις και αναπτυξιακά έργα, συνεχίζει τις επικοινωνιακές φιέστες περί “πράσινης μετάβασης”, ενώ στα νησιά το νερό τελειώνει, τα απορρίμματα πνίγουν και τα δίκτυα ρεύματος καταρρέουν.
Η αλήθεια είναι απλή: χωρίς τα νησιά, η Ελλάδα δεν έχει οικονομία. Και χωρίς υποδομές, τα νησιά δεν έχουν μέλλον. Ο τουρισμός που στηρίζει εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες εργαζόμενους και επαγγελματίες απειλείται από την ίδια την αδιαφορία του κράτους που θα έπρεπε να τον προστατεύει.
Η ΝΙΚΗ καλεί σε άμεση εθνική στρατηγική για να μπει τάξη και προγραμματισμός σε ό,τι αφορά στα νησιά μας. Με ριζική αναδιοργάνωση του πλαισίου έργων, διαφάνεια στη διαχείριση των πόρων και πραγματική αποκέντρωση αποφάσεων. Η χώρα δεν αντέχει άλλη απραξία. Ο νησιωτικός πλούτος της Ελλάδας δεν είναι προεκλογικό φυλλάδιο — είναι ζωντανή οικονομία, κοινωνία και πολιτισμός που καταρρέει μπροστά στα μάτια μας.
Η ώρα της ευθύνης έφτασε. Ή θα στηρίξουμε τα νησιά μας, ή θα χάσουμε τον πυρήνα της ίδιας μας της πατρίδας.
Κορίνα Τριανταφύλλου
Ομάδα Επικοινωνίας της ΝΙΚΗΣ

