Το πρόσφατο σχέδιο για το αιφνιδιαστικό κλείσιμο 204 καταστημάτων των Ελληνικών Ταχυδρομείων (ΕΛΤΑ) σε ολόκληρη τη χώρα δεν είναι μια μεμονωμένη απόφαση εξυγίανσης. Αντιθέτως, αποτελεί το τελικό στάδιο μιας χρόνιας υποβάθμισης, μιας στρατηγικής που εκτελείται ερήμην της κοινωνίας, χωρίς διαφάνεια, χωρίς σχέδιο με κοινωνικό πρόσημο.
Κατά την συζήτηση του νομοσχεδίου για την Αναδιάρθρωση της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας (Υπερταμείο) τον Ιούλιο του 2024, είχαμε από τότε αναφέρει πως σε εταιρείες όπως τα ΕΛΤΑ όπου παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα για δεκαετίες, λόγω της κακής διαχείρισης και της κρατικής αδιαφορίας, η οριζόντια εφαρμογή του μοντέλου ΔΕΗ δεν θα είναι ούτε εύκολη υπόθεση, ούτε και εφαρμόσιμη.
Η ΔΕΗ η οποία αποτελεί το επιθυμητό μοντέλο για την κυβέρνηση, είναι μια ανώνυμη εταιρεία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών, με το Ελληνικό Δημόσιο να κατέχει το μειοψηφικό ποσοστό 34%. Η σύγκριση με το μοντέλο της ΔΕΗ, επιβάλλει να ξεκαθαρίσει τι επιδιώκεται με την αναδιάρθρωση των ΕΛΤΑ, ποιος είναι ο τελικός στόχος ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει αυτή την επιλογή ως «μετασχηματισμό». Όμως ποιος μετασχηματισμός ξεκινά με 2.000 εθελούσιες αποχωρήσεις προσωπικού, συνεχίζεται με συρρίκνωση δικτύου, διαχείριση κρίσεων όπως η κυβερνοεπίθεση του 2022, και κορυφώνεται με λουκέτα σε ολόκληρες περιοχές χωρίς εναλλακτική πρόσβαση;
Από το 2020 έως σήμερα, το Υπερταμείο και η εκάστοτε διοίκηση των ΕΛΤΑ απέτυχαν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν ένα ουσιαστικό σχέδιο ανάκαμψης. Η έλλειψη ψηφιακού μετασχηματισμού, η απουσία σύγχρονων ταχυδρομικών υπηρεσιών – όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη – και η συνεχής διοικητική αναποτελεσματικότητα, έχουν οδηγήσει τον Οργανισμό σε αδιέξοδο.
Τα οικονομικά μεγέθη είναι πράγματι ανησυχητικά:
- Ζημιές για το 2024: 8 εκατ. ευρώ,
- Αρνητικά ίδια κεφάλαια: -140,1 εκατ. ευρώ,
- Κύκλος εργασιών: 249 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 101 εκατ. από αλληλογραφία, 66 εκατ. από courier, 42 εκατ. από χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.
Όμως τα ΕΛΤΑ δεν είναι απλώς ένας ισολογισμός. Είναι η φυσική παρουσία του κράτους στην ύπαιθρο, στα νησιά, στους ηλικιωμένους που δεν έχουν πρόσβαση ή εξοικείωση με ψηφιακές υπηρεσίες.
Το κλείσιμο καταστημάτων σε απομονωμένες περιοχές υπονομεύει ευθέως την Καθολική Ταχυδρομική Υπηρεσία (ΚΤΥ), όπως αυτή ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία 97/67/ΕΚ. Η ΚΤΥ υποχρεώνει τα κράτη να εξασφαλίζουν ίση πρόσβαση σε βασικές ταχυδρομικές υπηρεσίες για όλους, σε κάθε σημείο της επικράτειας – ανεξαρτήτως γεωγραφίας ή εμπορικής βιωσιμότητας.
Το κράτος έχει την υποχρέωση να διασφαλίσει αυτή την ισότητα, όπως κάνουν άλλα ευρωπαϊκά κράτη που επιδοτούν την Καθολική Ταχυδρομική Υπηρεσία με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Στην Ελλάδα, αντί για ενίσχυση, βλέπουμε σταθερή απόσυρση του Δημοσίου από την ταχυδρομική του ευθύνη.
Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι σαφές:
- Ποιος θα φέρει τη σύνταξη στον συνταξιούχο της ορεινής Ηπείρου;
- Ποιος θα εξυπηρετήσει το νησί με 300 κατοίκους;
- Πώς θα εξασφαλιστεί η πρόσβαση στους δημόσιους λογαριασμούς για ανθρώπους που δεν χρησιμοποιούν ψηφιακά εργαλεία;
Η απάντηση που δίνει η κυβέρνηση, ουσιαστικά, είναι: κανείς. Και αυτό συνιστά πολιτική επιλογή. Μια επιλογή που δεν μπορεί να βαφτίζεται “μεταρρύθμιση”, αλλά πρέπει να ονομαστεί με το πραγματικό της όνομα: απαξίωση ενός δημόσιου αγαθού.
Σε αυτή τη συγκυρία, η κυβέρνηση οφείλει να δώσει απαντήσεις:
- Ποιο είναι το τελικό πλάνο για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΕΛΤΑ;
- Προετοιμάζεται μετοχοποίηση, είσοδος στρατηγικού επενδυτή ή πλήρης ιδιωτικοποίηση;
- Γιατί δεν έχει προβλεφθεί δίκτυο αντικατάστασης των φυσικών υποκαταστημάτων για περιοχές που μένουν χωρίς ΕΛΤΑ με πρακτορεία;
- Θα υπάρξει αποζημίωση για την Καθολική Υπηρεσία όπως προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία;
Και ένα ακόμα ερώτημα: Θα αναζητηθούν ευθύνες στις διοικήσεις των ΕΛΤΑ για τη διαχρονική κακοδιαχείριση, ή θα συνεχίσουμε να θεωρούμε φυσικό φαινόμενο την κατάρρευση ενός κρίσιμου δημόσιου οργανισμού;
Η αλήθεια είναι ότι οι ευθύνες είναι διαχρονικές και διακομματικές. Και όσοι σήμερα ασκούν κριτική, οφείλουν να ξεκινήσουν με την αυτοκριτική τους. Διότι τα ΕΛΤΑ απαξιώθηκαν όχι μόνο από την παρούσα κυβέρνηση, αλλά και από εκείνες που για δεκαετίες τα άφησαν χωρίς στρατηγική, χωρίς χρηματοδότηση, χωρίς σχέδιο.
Η παραίτηση του κ. Γρηγόρη Σκλήκα από την θέση του Διευθύνων Συμβούλου μπορεί να εξυπηρετεί την κυβέρνηση προκειμένου να αποποιηθεί των ευθυνών της, όμως στα ΕΛΤΑ πολύ πιθανόν σε σύντομο χρονικό διάστημα να τεθεί σοβαρό ζήτημα ρευστότητας και ενδεχομένως να μην είναι δυνατή η καταβολή των μισθών στους εργαζομένους.
Το ζητούμενο πλέον είναι πολιτική βούληση. Χρειαζόμαστε ένα νέο αναπτυξιακό σχέδιο για τα ΕΛΤΑ, με επένδυση στον ψηφιακό μετασχηματισμό, στην ταχυμεταφορά, στην εξειδικευμένη εξυπηρέτηση περιοχών χωρίς πρόσβαση.
Γιατί τα ταχυδρομεία δεν είναι απλώς ένα επιχειρηματικό σχήμα. Είναι ο τελευταίος σύνδεσμος πολλών Ελλήνων με το κράτος. Είναι η εγγύηση της κοινωνικής συνοχής. Γι’ αυτό και δεν θα επιτρέψουμε το λουκέτο να μετατραπεί σε οριστική εγκατάλειψη.
Ζητάμε την άμεση ανάκληση της απόφασης και την έναρξη ουσιαστικού διαλόγου με Δήμους, πολίτες και εργαζόμενους.
Το οφείλουμε όχι μόνο στον οργανισμό. Το οφείλουμε στην κοινωνία.
Του Ανδρέα Βορύλλα, Βουλευτή Β2 Δυτικού Τομέα Αθηνών με τη ΝΙΚΗ

