Αυτές τις μέρες είμαστε μάρτυρες μιας δυσμενούς κατάστασης που διαμορφώνεται στην Κρήτη, η οποία ζει κάτι περισσότερο από μια «κρίση μεταναστευτικών ροών». Ζει αυτό που η διπλωματική αργκό αποκαλεί «υβριδική απειλή» και η κοινή λογική κατανοεί ως εισβολή με μη στρατιωτικά μέσα.
Η ευθυγράμμιση των δύο κυβερνήσεων της Δυτικής και της Ανατολικής Λιβύης στο ζήτημα του παράνομου ΤουρκοΛιβυκού Συμφώνου, μετατρέπει τον ηγέτη της Ανατολικής Λιβύης Στρατάρχη Χαφτάρ σε όργανο της αναθεωρητικής Τουρκίας. Αυτό που η Τουρκία δεν κατάφερε στον Έβρο πριν μερικά χρόνια, προσπαθεί να το πετύχει σήμερα στην Κρήτη, απλά βρισκόμαστε στις αρχές του όλου σχεδίου της. Δυστυχώς για μια ακόμα φορά και λόγω λανθασμένων πολιτικών βρισκόμαστε προ των εξελίξεων, να τρέχουμε να βρούμε βιαστικές λύσεις αμφιβόλου αποτελέσματος, όπως η τρίμηνη αναστολή χορήγησης ασύλου.
Το Κίνημά μας προτείνει ως άμεσο μέτρο την απαγόρευση της δράσης Μ.Κ.Ο. σε όλη την Κρήτη, προκειμένου να περιορίσουμε την δραστηριοποίηση δουλεμπόρων που μέσω διασυνδέσεων με ορισμένες Μ.Κ.Ο. προωθούν τους λαθρομετανάστες στη χώρα μας.
Η Ελλάδα δυστυχώς έχει αποδεχτεί την μοίρα της, δεμένη χειροπόδαρα από διεθνείς δεσμεύσεις, δεν έχει το δικαίωμα να αποτρέψει πλόες ούτε να προβεί σε απελάσεις. Μέσα σ’ όλα αυτά και με περισσή ανευθυνότητα, τα αριστερά κόμματα εμμένουν σε πολιτικές ανοικτών θυρών, αδιαφορώντας για τα σοβαρά κοινωνικά προβλήματα και την πληθυσμιακή αλλοίωση που δημιουργεί η λαθρομετανάστευση στη χώρα μας.
Η Σύμβαση της Γενεύης του 1951, ένα θεσμικό κατάλοιπο του μεταπολεμικού ανθρωπισμού δεσμεύει τη χώρα, ακόμη κι αν η ίδια η πραγματικότητα την έχει ξεπεράσει κατά δεκαετίες. Όμως τα κράτη που δεν μπορούν να ελέγξουν ποιος μπαίνει στο έδαφός τους, απλώς παύουν να είναι κράτη.
Αν δεν υπάρξει αναθεώρηση της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, με διαχωρισμό μεταξύ πραγματικών διωκόμενων και των οργανωμένων μετακινούμενων πληθυσμών από δουλεμπόρους, η επόμενη φάση δεν θα αφορά νομικά κείμενα. Θα αφορά εσωτερική αστάθεια, κοινωνική σύγκρουση και δημοκρατικό εκφυλισμό σε όλη την ΕΕ.
Η θεσμοθέτηση από την ΕΕ της μαζικής απέλασης των οργανωμένων μετακινούμενων πληθυσμών από δουλεμπόρους, είναι μονόδρομος.
Όσον αφορά την Λιβύη, θα πρέπει η εξωτερική μας πολιτική να προετοιμαστεί για μακροχρόνιο αγώνα. Σύντομα η Τουρκία θα επιδιώξει να έχει και επίσημη στρατιωτική παρουσία με αεροπορικές και ναυτικές βάσεις, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι θα επιδιώξει να διεξάγει έρευνες νοτίως της Κρήτης στα πλαίσια του παράνομου Τούρκο – Λιβυκού Συμφώνου.
Πριν λίγες μέρες ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου κ. Πλεύρης τόνισε πως: «τα σύνορα της Ελλάδος δεν θα είναι “σουρωτήρι” και είναι ξεκάθαρο ότι τα 3 εκατομμύρια που περιμένουν αυτή τη στιγμή στη Λιβύη να έρθουν στην Ευρώπη, εάν έρθουν θα δημιουργήσουν συνθήκες αντικατάστασης πληθυσμού». Αν και θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε με τις δηλώσεις του κ. Υπουργού, το ζήτημα είναι πως η κυβέρνηση στην πράξη δεν έχει κάνει τα απαραίτητα για την κατάσταση που διαμορφώνεται στην Κρήτη.
Και ενώ εξελίσσεται η κρίση μεταναστευτικών ροών, για «διπλωματική δυστοκία» έκανε λόγο ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Γιώργος Γερπετρίτης, μιλώντας για την εκδίωξη της ευρωπαϊκής αποστολής από την Ανατολική Λιβύη που ελέγχεται από τον Στρατάρχη Χαφταρ!
Και σαν να μη έφτανε αυτό με Ρηματική Διακοίνωση της στον ΟΗΕ, η Λιβύη αμφισβητεί ευθέως τη μέση γραμμή που έχει ορίσει η Ελλάδα και βάσει της οποίας έχουν χαραχθεί τα Οικόπεδα, όχι μόνο δυτικά αλλά και νότια της Κρήτης και τα οποία προσφέρθηκαν για αδειοδότηση ερευνών.
Για πρώτη φορά η Λιβύη, αποτυπώνει σε επίσημο έγγραφο τη διεκδίκησή της εις βάρος της χώρας μας, βάσει του Τουρκολιβυκού Μνημονίου. Με την απόσταση μεταξύ Κρήτης – Λιβύης να ανέρχεται στα 200 ναυτικά μίλια, η Λιβύη με τον χάρτη της «καταλαμβάνει» τα 194 ναυτικά μίλια και η Κρήτη τα 6 ναυτικά μίλια, όσο και τα χωρικά μας ύδατα! Αναρωτιόμαστε τι είδους διπλωματική συζήτηση μπορεί να γίνει όταν το παράλογο υπερισχύει του διεθνούς δικαίου!
Μετά τις τελευταίες εξελίξεις, είναι φανερό πως ο κ. Γιώργος Γεραπετρίτης είναι εντελώς ακατάλληλος για την θέση του Υπουργού των Εξωτερικών, η αντικατάστασή του είναι πλέον επιβεβλημένη και η όποια καθυστέρηση βλάπτει τα εθνικά μας συμφέροντα.