Κ. Πρωθυπουργέ, μέ τὴν πρόσφατη δήλωσή σας ὅτι «τὸ νεοελληνικὸ ἔθνος ἔχει ἱστορία 200 ἐτῶν», δράσατε δυστυχῶς ὡς ἀποδομητής τοῦ ἔθνους καὶ τοῦ λαοῦ μας. Εἶναι τόσο μεγάλο τὸ λάθος σας ποὺ δυσκολεύεται κανείς να καταλάβει ἂν εἶναι ἀπό ἄγνοια ἢ ἀπό σκοπιμότητα. Καί στίς δύο ὃμως περιπτώσεις τά ἀποτελέσματα εἶναι καταστρεπτικά.
Ὁ ὅρος «νεοελληνικὸ ἔθνος» ὑποδηλώνει ὅτι ὑπῆρξε ἕνα ἔθνος ποὺ γεννήθηκε τὸ 1821, ἐντελῶς ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν προγενέστερη ἱστορικὴ του ὑπόσταση ἢ ἒστω ἒχοντας μιά κάποια γλωσσική συνάφεια ὃπως εἰπώθηκε. Ἡ προσέγγιση αὐτή ἀποτελεῖ μιά καθαρά «ἐγκεφαλική» νεωτερικὴ κατασκευή, προϊόν τῆς δυτικῆς ἐθνολογίας τῶν προηγούμενων αἰώνων. Στὴν πραγματικότητα ὃμως, αὐτό καθεαυτό τὸ «νεοελληνικό» ὡς ὅρος ὑποκρύπτει μία ἰδεολογική ἀπόπειρα ἀποκοπῆς ἀπὸ τὴν συνέχεια τοῦ Γένους στην διαχρονία.
Κ. Πρωθυπουργέ, νὰ σᾶς θέσομε ἕνα ἀπλὸ ἐρώτημα: τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο ποὺ ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἀγαπᾶμε καὶ θαυμάζομε, τὸν θεωρεῖτε καί ἐσεῖς δικό σας πρόγονο ἢ μήπως δὲν ἀνήκει στὸ δικό σας «νεοελληνικὸ ἔθνος»; Ἐσεῖς ἀνήκετε σὲ κάποιο ἄλλο ἔθνος ποὺ «γεννήθηκε» τὸ 1821; Ἐσεῖς δηλαδὴ ἀνήκετε στούς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ «ἔτυχε», ποὺ «ἔτσι τὸ ἔφερε ἡ μοῖρα» βρε ἀδελφέ, νὰ βρίσκονται τό 1830 ἐντὸς τῶν συνόρων τοῦ νεοσύστατου κράτους καὶ αὐτοὶ διαμορφώθηκαν καὶ ἀπετέλεσαν τὸ «νεοελληνικό σας ἔθνος»; Ἓνα ἔθνος ποὺ σχηματίστηκε «τυχαία» πρὸ δύο αἰώνων; Ἂς μήν σᾶς θέσομε ἂλλες ἐρωτήσεις πού θά σᾶς «ἀποδιοργανώσουν» ἀκόμα πιο πολύ ὃπως για παράδειγμα: ἂν θεωρεῖτε ἱστορική πρωτεύουσα και κοιτίδα τοῦ Γένους μας τήν Κωνσταντινούπολη;
Κ. Πρωθυπουργέ, ὀφείλομε νὰ σᾶς ὑπενθυμίσομε ἕνα αὐτονόητο ἀλλὰ θεμελιῶδες γεγονός: Ὁ Ἑλληνισμὸς ποτὲ δὲν ἐξαφανίστηκε, ποτὲ δὲν διεκόπη, ποτὲ δὲν πέθανε· συνεχίζει μιὰ ἱστορικὴ πορεία χιλιετιῶν μὲ προϊούσα ἱστορικὴ ὠρίμανση καὶ μετεξέλιξη. Ἀπὸ τὴν ἀρχαία πόλη–κράτος καὶ τὴν κλασικὴ σκέψη, πρὸς τὴν ἑλληνιστικὴ οἰκουμένη, ἀπὸ ἐκεῖ πρὸς τὴν Ρωμαϊκὴ οἰκουμένη, καὶ ὑπὸ τὸ φῶς τῆς Ἐνανθρωπήσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, πρὸς τὴν Ρωμανία (τὸ κακῶς ἐπονομαζόμενο Βυζάντιο) καὶ τὸν πολιτισμὸ τῆς Ρωμηοσύνης, τῆς μεγάλης δηλαδή σύνθεσης ἑλληνορωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας.
Αὐτὸ τὸ συνεχὲς ἔδωσε μορφὴ στὸ γένος τῶν προγόνων μας, στὸ Εὐσεβὲς Γένος τῶν Ρωμηῶν· στούς φορεῖς μιᾶς ταυτότητας ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ φθάνει ἀδιάσπαστη μέχρι σήμερα, στούς φορεῖς τοῦ δικοῦ μας πολιτισμοῦ, στοὺς φορεῖς τῆς Ρωμηοσύνης μας. Ἀπὸ τὸν Ὅμηρο στὸν Ἀλέξανδρο, ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο στὸν Ἁγιο Μέγα Κωνσταντῖνο, στὸν Ἰουστινιανό, στὸν Βασίλειο τὸν Β΄, στὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ὁ ὁποῖος μὲ ὑπερηφάνεια ἔλεγε στούς ξένους, τονίζοντας τὴν συνέχεια τοῦ Γένους μας, ὅτι ὁ δικός μας βασιλεὺς [Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος] ἐσκοτώθη καὶ καμιά συνθήκη δὲν ἔκαμε μὲ τὸν ἐχθρό. Καὶ ὃτι ὁ ἀγώνας τῆς φρουρᾶς του [τοῦ Γένους μας] εἶναι συνεχής, ἀρραγὴς καὶ ἀδιάκοπτος.
Δὲν ὑπάρχει κενό, δὲν ὑπάρχει «ἄλμα», δὲν ὑπάρχει «ἀσυνέχεια». Ὑπάρχει ἱστορικὴ ροή. Ἡ ταυτότητά μας εἶναι ποταμὸς χιλιετιῶν καὶ δὲν χωρᾶ σὲ δύο αἰῶνες.
Ὁ ἐκάστοτε Πρωθυπουργός, ὡς θεσμικὸς φορέας καί ἐκφραστής τῆς συλλογικῆς μας ὓπαρξης, ἔχει τὴν ὑπέρτατη εὐθύνη καί ὀφείλει πάντα νὰ διατυπώνει λόγο ἀκριβή, ἀληθινὸ καὶ σύμφωνο μὲ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ Γένους μας. Ὅταν ὑποβαθμίζει τὴν πορεία χιλιετιῶν σὲ 200 ἔτη, δὲν παραπληροφορεῖ μόνον· ὑπονομεύει τὴν παιδεία, τὴν ἲδια τήν ταυτότητα καὶ τὴν συλλογικὴ μνήμη τοῦ λαοῦ μας. Ἡ γεμάτη ἀγῶνες ἱστορία τοῦ λαοῦ μας δὲν μπορεῖ νὰ συρρικνώνεται ἀνευθύνως. Ὁ θεσμικὸς λόγος ὀφείλει πάντα νὰ φυλάττει τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τοῦ Γένους μας καί ὄχι νὰ τὰ παραχαράσσει.
Θεματική Ὀμάδα Ρωμηοσύνης τῆς ΝΙΚΗΣ.

