του Τάσου Οικονομόπουλου
(νομικού, βουλευτή Α’ Ανατολικής Αττικής της ΝΙΚΗΣ, μέλους της Διαρκούς Επιτροπής Εξωτερικών & Άμυνας της Βουλής)
Στο πρόσφατο έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 6ης Μαρτίου 2025, αποφασίστηκε η παρέκκλιση από τους «σιδερένιους» δημοσιονομικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ώστε να χρηματοδοτηθεί, με 800 δις ευρώ, η αμυντική θωράκιση της ΕΕ (‘Re-Arm Europe’).
Η αλλαγή του παγκόσμιου γεωπολιτικού σκηνικού με τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία και με τη στάση του Τραμπ απέναντι στη Ρωσία, την Ουκρανία, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, υποχρέωσε την ΕΕ να αναθεωρήσει τις προτεραιότητές της, ως προς την οικονομική της πολιτική και να μετατοπιστεί από τη διττή μετάβαση (πράσινη & ψηφιακή) στην ασφάλεια και άμυνα.
Η απόφαση αυτή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, για τα 800 επιπλέον δις, δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Αποτελεί μέρος μιας κλιμάκωσης, που ξεκίνησε με τη μετεωρική άνοδο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού για την Ειρήνη (EPF) και των καθιερωθέντων μέτρων συνδρομής των κρατών-μελών (κ-μ) της ΕΕ για τη χρηματοδότηση της παροχής θανατηφόρου και μη εξοπλισμού προς την Ουκρανία. Συνεχίστηκε κατόπιν με την καθιέρωση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας (EDF) και του Κανονισμού για τις ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας (EDIRPA)∙ και φτάνει έως σήμερα με τη σταθερή διεύρυνση του πεδίου δράσης των προγραμμάτων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (EDA), ιδίως μέσω της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO).
Είναι τόσο επιτακτική η ανάγκη χρηματοδότησης της άμυνας και ασφάλειας, που αποφασίζεται, για δεύτερη μόλις φορά (πανδημία του κορωνοϊού) στην ιστορία της ΕΕ, η παρέκκλιση από τη γερμανοτραφείσα δημοσιονομική Realpolitik που μάς επιβλήθηκε ήδη από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992).
Το υπόβαθρο πίσω από αυτές τις «γενναίες» αποφάσεις εδράζεται στην ανησυχία της ΕΕ ότι η επανάπαυσή της στην αμυντική υποστήριξη από τις ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ δεν βρίσκει πλέον έρεισμα στη στάση του Τραμπ και ότι η ευρωπαϊκή άμυνα παραμένει ισχνή και κατακερματισμένη. Εξ ου και σε πολλά κείμενα πολιτικής διαβάζει πια κανείς την ανάγκη για κοινές προμήθειες, κοινές συμβάσεις, κοινές πωλήσεις αμυντικού υλικού και αύξηση της διαλειτουργικότητας ανάμεσα στις ένοπλες δυνάμεις των κρατών-μελών.
Ωστόσο, διαπιστώνουμε κάποιες αντιφάσεις στην εν γένει στάση της ΕΕ. Παρακολουθήσαμε την πρόσφατη ενδιάμεση αναθεώρηση της Απόφασης του Συμβουλίου της ΕΕ για τον EPF (5 Νοεμβρίου 2024), ιδίως στο σκέλος της από κοινού χρηματοδότησης δαπανών για τις ευρωπαϊκές στρατιωτικές επιχειρήσεις και ασκήσεις. Ώδινεν όρος και έτεκεν μυν. Η αίσθησή μας είναι ότι, πέρα από το φλέγον ζήτημα της ομοφωνίας, η καχυποψία ανάμεσα στα κ-μ της ΕΕ δεν έχει ξεπεραστεί. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στα ιστορικά τραύματα της Γηραιάς Ηπείρου, αλλά και στα ισχυρά συμφέροντα των αμυντικών βιομηχανιών σε ενεστώτα χρόνο.
Επιπλέον, το σκηνικό περιπλέκεται, αν κανείς λάβει υπόψη ότι τα περισσότερα κ-μ της ΕΕ είναι ταυτόχρονα και κ-μ του ΝΑΤΟ. Σε περιβάλλον δημοσιονομικών περιορισμών, είναι πολύ λογικό να γίνεται δύσκολη η κατανομή πόρων στις διαφορετικές κατευθύνσεις και σκοπούς. Ιδιαίτερα αν συνεκτιμηθεί ότι τα περισσότερα κ-μ τηρούν στάση αναμονής ως προς τον Τραμπ.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, τα νέα για την Ελλάδα μπορεί με μια πρώτη ανάγνωση να είναι και θετικά. Ο επιπλέον δημοσιονομικός χώρος μπορεί πράγματι να δώσει «ανάσα» στην ταλαιπωρημένη ελληνική άμυνα. Και δεν μιλάμε μόνο για την όποια ελληνική αμυντική βιομηχανία, αλλά και για το προσωπικό των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Δεν έχει διευκρινιστεί ακόμα αν η ρήτρα παρέκκλισης από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης για τη χρηματοδότηση δαπανών άμυνας θα συμπεριλάβει και δαπάνες για την ανακούφιση των στρατιωτικών. Θα το θέσουμε επιτακτικά στην Κυβέρνηση, μέσω του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Εξάλλου είναι γνωστό το μείζον πρόβλημα των παραιτήσεων στρατιωτικών, λόγω των χαμηλών μισθών και των σταδιοδρομικών αδιεξόδων. Το πρόβλημα έχει πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στην αμυντική ικανότητα της χώρας, όχι μόνο ως προς τη στελέχωση υπηρεσιών και δυνατοτήτων, αλλά και ως προς τον μείζονα παράγοντα του ηθικού, το οποίο δυστυχώς έχει πάψει προ πολλού να είναι ακμαιότατο.
Από τις δηλώσεις του Υπουργού Άμυνας σχετικά με την Ατζέντα 2030, διαφαίνεται ότι η Κυβέρνηση σχεδιάζει να αναδιανείμει τους μισθολογικούς πόρους, ώστε να καλύψει τις απώλειες από τις παραιτήσεις. Όμως, μια τέτοια προσέγγιση δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά απλώς το μεταθέτει, οδηγώντας σε ένα προσωπικό γηρασμένο, ολιγάριθμο και με χαμηλό ηθικό.
Η ΝΙΚΗ και εμείς προσωπικά θα επιδιώξουμε με κάθε τρόπο να καταστούν επιλέξιμες για υπαγωγή στη ρήτρα διαφυγής δαπάνες για τη μισθολογική ανακούφιση των στρατιωτικών. Οι λογιστικοί κανόνες της ΕΕ είναι αρκετά περίπλοκοι, ώστε να αφήνουν ενδεχομένως «παράθυρο» για τέτοιες πρωτοβουλίες. Και σε τελική ανάλυση, χαμένη είναι η μάχη που δεν δόθηκε, αν αυτό δεν καταστεί εξαρχής αυτονόητο.
Γιατί, όπως συχνά υποστηρίζουμε στις κοινοβουλευτικές μας μάχες, άμυνα χωρίς αξιόμαχο προσωπικό και ηθικό δεν νοείται. Και γιατί εμείς στη ΝΙΚΗ δεν αντιλαμβανόμαστε ως εθνικό συμφέρον μόνο τα – καλοδεχούμενα, κατά τα άλλα – κέρδη των αμυντικών βιομηχανιών και εταιρειών και την εξ αυτών προστιθέμενη εθνική βιομηχανική αξία, αλλά κυρίως την μέριμνα για το προσωπικό των Ενόπλων μας Δυνάμεων που θα κληθεί να υπερασπιστεί την πατρίδα, αν απαιτηθεί.