Η κατάσταση στις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας μας δεν είναι πια απλώς ανησυχητική· είναι οριακή. Οι πρόσφατες εξαγγελίες στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης για «μέτρα στήριξης» των στρατιωτικών παρουσιάστηκαν ως μεγάλη επιτυχία, όμως στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από επικοινωνιακά ψίχουλα. Την ώρα που ο Έλληνας στρατιωτικός σηκώνει στις πλάτες του το βάρος της αποτροπής και της εθνικής ασφάλειας, η πολιτεία τον αφήνει να παλεύει καθημερινά με την ακρίβεια, το υψηλό κόστος στέγασης και την αβεβαιότητα.
Η εικόνα που διαμορφώνεται πλέον είναι ντροπιαστική. Στρατιωτικοί με αυξημένα καθήκοντα και ευθύνες αναγκάζονται να ζητούν άδειες για να εργαστούν σε δεύτερες και τρίτες δουλειές, σε catering ή άλλες περιστασιακές εργασίες, προκειμένου να καλύψουν τα βασικά έξοδα της οικογένειάς τους. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση αντί να αναγνωρίσει τη σημασία του στρατεύματος και να μεριμνήσει για την ουσιαστική του ενίσχυση, επιλέγει να διοχετεύει πόρους και πολιτικό κεφάλαιο σε άλλες κατευθύνσεις.
Ο Έλληνας στρατιωτικός δεν ήταν ποτέ πλούσιος. Ήταν όμως αξιοπρεπής και λεβέντης. Τώρα πια, η αξιοπρέπεια αυτή τραυματίζεται. Δημοσιονομικός χώρος για ΟΠΕΚΕΠΕ υπάρχει· για να κρατήσουν οι στρατιωτικοί ψηλά το κεφάλι δεν περισσεύει. Η ρήτρα διαφυγής από το όριο 3% του δημοσιονομικού ελλείμματος, που ενεργοποίησε η κυβέρνηση τον Ιούνιο για να κάνει αμυντικές δαπάνες με την άδεια της ΕΕ, επιτρέπει –σύμφωνα με σαφή οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής– όχι μόνο εξοπλισμούς αλλά και αυξήσεις μισθών στρατιωτικών. Η κυβέρνηση δεν την αξιοποίησε.
Η απαξίωση δεν περιορίζεται μόνο στις οικονομικές απολαβές. Αγγίζει και την ίδια την υπόσταση του στρατεύματος. Με την συνεχή απαξίωση των στρατιωτικών σχολών αποδυναμώνεται το κύρος και η επαγγελματική τους βαρύτητα. Η υπηρεσία προς την πατρίδα μετατρέπεται στα μάτια της κοινωνίας σε μια «δεύτερη επιλογή», αντί να αποτελεί πεδίο τιμής και εθνικής προσφοράς. Η φετινή πτώση της βάσης εισαγωγής στη Σχολή Ευελπίδων στο 10,9 δεν είναι απλώς ένα στατιστικό· είναι η συμπύκνωση μιας μακρόχρονης πολιτικής αδιαφορίας.
Το πρόσφατο πογκρόμ αποστρατειών –που στόχευσε κυρίως στελέχη επιπέδου Συνταγματάρχη– επιδείνωσε την ήδη σοβαρή έλλειψη προσωπικού. Η αντιστροφή της πυραμίδας, οι προαγωγές «κατ’ αγκώνα» που θεσμοθέτησε ο ν.3883/10, κατέστησαν τον βαθμό του Συνταγματάρχη χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, απονευρώνοντας το κύρος και την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος. Παράλληλα, οι παραιτήσεις ικανών στελεχών –όσων μπήκαν με υψηλές βαθμολογίες, φιλότιμοι, εργατικοί, ανταγωνιστικοί– συνεχίζονται, στερώντας από τις Ένοπλες Δυνάμεις ανθρώπινο δυναμικό στο οποίο επενδύθηκαν πολύτιμοι πόροι.
Οι δομικές μισθολογικές απώλειες είναι αμείλικτες: από το 2010 οι στρατιωτικοί έχουν χάσει πάνω από 40% της αγοραστικής τους δύναμης. Οι μεταθέσεις, τα υψηλά ενοίκια σε νησιά και πόλεις, το κόστος μεταφοράς και οι ανάγκες για δεύτερο εισόδημα οδηγούν σε πτώση της απόδοσης και της δέσμευσης. Η ανάγκη για παράλληλες δουλειές αυξάνει τον απουσιασμό και μειώνει το κίνητρο προσφοράς υπηρεσίας.
Και ενώ η κυβέρνηση διαθέτει πρόσθετους πόρους για εξοπλιστικά, αρνείται να επενδύσει στους ανθρώπους. Μικρά «ψίχουλα» παρουσιάζονται ως «μεταρρυθμίσεις», την ώρα που το στράτευμα παραμένει φτωχό, απαξιωμένο και υποστελεχωμένο. Η εγκατάλειψη αυτή δεν είναι τυχαία· είναι πολιτική επιλογή. Μετά το άνοιγμα της κερκόπορτας στην Τουρκία για τα δάνεια δισεκατομμυρίων του προγράμματος SAFE, η ίδια κυβέρνηση αφήνει τον Έλληνα στρατιωτικό να μοιράζει σουβλάκια το βράδυ για να ταΐσει την οικογένειά του.
Το πρόβλημα αποκτά υπαρξιακή διάσταση όταν συνδεθεί με το δημογραφικό. Σε μια χώρα που γερνάει και χάνει νέους στο εξωτερικό, ποιος θα υπηρετήσει αύριο; Και με ποιες συνθήκες; Ο συνδυασμός ενός στρατού απαξιωμένου και μιας κοινωνίας που συρρικνώνεται δεν είναι απλώς κακή συγκυρία· είναι βήματα προς τον αργό αφανισμό της πατρίδας.
Εμείς στη ΝΙΚΗ δεν μένουμε σιωπηλοί. Θα συνεχίσουμε να αναδεικνύουμε το ζήτημα συστηματικά στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου με τη κατάθεση προτάσεων που αναβαθμίζουν τόσο το κύρος όσο και το βιοτικό επίπεδο των στελεχών μας. Γιατί ο στρατιωτικός δεν μπορεί να είναι ζητιάνος αδειών ούτε υπάλληλος Β’ κατηγορίας, που τρέχει από βάρδια σε βάρδια για να πληρώσει το ενοίκιο. Πρέπει να είναι λεβέντης, υπερήφανος, επαρκώς εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος, αντάξιος του ρόλου που του αναθέτει η Ιστορία.
Η ασφάλεια μιας χώρας δεν είναι επικοινωνιακό πυροτέχνημα· είναι θεμέλιο. Και όταν αυτό το θεμέλιο εγκαταλείπεται, τότε η πολιτεία επιλέγει συνειδητά να αποδυναμώνει τον εαυτό της. Η εγκατάλειψη του στρατεύματος δεν είναι λοιπόν απλή αμέλεια· είναι πολιτική επιλογή που απειλεί την ίδια την ύπαρξη του ελληνικού Έθνους.
Τάσος Οικονομόπουλος
Βουλευτής Α ’Ανατολικής Αττικής της ΝΙΚΗΣ
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω