Δύο χρόνια μετά την υπογραφή της, η επονείδιστη συμφωνία των Αθηνών θα πρέπει πλέον να αναχθεί σε συμφωνία “Πρεσπών του Αιγαίου” καθώς αλλεπάλληλα είναι τα πλήγματα που δέχονται, υπό την επίφαση της καλής γειτονίας και συνεργασίας με τη γείτονα, η εθνική κυριαρχία, η εθνική ασφάλεια και, κυρίως, η εθνική αξιοπρέπεια.
Ο ωμός ρεαλισμός επιβάλλει την ανάγνωση της συμφωνίας αυτής ως παραχώρηση του ανατολικού τμήματος της ελληνικής επικράτειας στην “υψηλή” επικυριαρχία της Άγκυρας υπό τη μορφή “ζώνης ασφαλείας” της περιφερειακής υπερδύναμης που αποτελεί πλέον η Τουρκία – με την έμμεση, δια παραλείψεων, συνδρομή του ελληνικού πολιτικού προσωπικού.
Μία διεθνής υπερδύναμη όπως πχ. οι ΗΠΑ ή η Ρωσία, δημιουργούν γύρω τους μία ζώνη ασφαλείας η οποία αποτελείται από τα αποκαλούμενα στο διεθνές γεωπολιτικό σύστημα “κράτη-μαξιλάρια”. Η εθνική κυριαρχία των κρατών αυτών είναι περιορισμένη καθώς υποχρεούνται από τις συνθήκες και τις περιστάσεις να τηρούν φιλική στάση προς την γειτνιάζουσα υπερδύναμη και να αποφεύγουν την ένταξή τους σε συμμαχίες και διεθνή σχήματα τα οποία αντιτίθενται στα συμφέροντά της. Χαρακτηριστικά παραδείγματα το σύνολο του Δυτικού Ημισφαιρίου για τις ΗΠΑ (βλ. “Δόγμα Μονρό”, 1824) και χώρες όπως η Λευκορωσία και η Ουκρανία για τη Ρωσία.
Μία περιφερειακή υπερδύναμη, όπως αφέθηκε να γίνει η Τουρκία, δεν είναι σε θέση να υπαγάγει ολόκληρα γειτνιάζοντα κράτη στη ζώνη ασφαλείας της. Επιβάλλει, ωστόσο, στα κράτη αυτά έναν ιδιότυπο ακρωτηριασμό, μέσω της περιαγωγής των εγγυτέρων προς τα σύνορά της περιοχών τους στη ζώνη ασφαλείας της. Στις περιοχές αυτές η Άγκυρα ασκεί υψηλή επικυριαρχία που αφορά στην άμυνα και σε έργα υποδομής, ακόμη και στην πολιτική διοίκηση. Το γειτνιάζον κράτος χάνει σ’ αυτές τις περιοχές το δικαίωμα αυτοτελούς και ανεξάρτητης διοίκησης και υποχρεούται, τουλάχιστον στους προαναφερθέντες τομείς, να ζητά την έγκριση της Άγκυρας για οποιοδήποτε σχετικό έργο επιθυμεί να πραγματοποιήσει εκεί.
Αναφερόμενοι πάντα στην Τουρκία, εύκολα διαπιστώνονται τα περί ζώνης ασφαλείας της. Απαγορεύει στους γείτονές της την επέκταση των χωρικών τους υδάτων στα 12 ν.μ. ενώ η ίδια τα έχει επεκτείνει στο εύρος αυτό στον Εύξεινο Πόντο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ασκεί συνδιοίκηση στη Νότια Βουλγαρία μέσω της εκεί τουρκικής μειονότητας και του πολιτικού της κόμματος. Έχει στρατιωτικά καταλάβει το βόρειο τμήμα της Κύπρου(από το 1974 ήδη) ενώ έχει σχετικά πρόσφατα κάνει το ίδιο στη Βόρεια Συρία. Προς το Βορειοδυτικό Ιράν ασκεί πίεση μέσω της εκεί εγκατεστημένης πολυάριθμης τουρκο-αζερικής μειονότητας. Στην περιοχή του Καυκάσου ασκεί πλήρη επιρροή στο (σελτζουκιδικό) Αζερμπαϊτζάν ενώ έχει “καταπιεί” τη Γεωργία μέσω επενδύσεων υπερβαινόντων τα 5 δισ. ευρώ (οι Γεωργιανοί θεωρούν την συνεργασία τους με την Τουρκία ως “υπαρξιακής φύσεως”).
Αναφερόμενοι στην Αρμενία, ασκούν πλέον ασφυκτική επιρροή οφειλόμενη, όχι μόνο στους δύο πρόσφατους πολέμους Γιερεβάν – Μπακού για το Ναγκόρνο (Ορεινό) Καραμπάχ αλλά και στις ατυχείς επιλογές του “ευρωπαϊστή” και δυτικόφιλου Πρωθυπουργού Νικόλ Πασινιάν που απομάκρυνε τη χώρα του από τα ρωσικά προστατευτικά φτερά. Η τουρκική επικυριαρχία στην περιοχή του Ν. Καυκάσου πρέπει να θεωρείται, από γεωπολιτική σκοπιά, ως “απόλυτη”.
Αναφερόμενοι στην δική μας κατάσταση, στη Δυτική Θράκη η Τουρκία πράττει τα ίδια μέσω του τουρκικού Γενικού Προξενείου Κομοτηνής. Στο Ανατολικό Αιγαίο, δια των δηλώσεων του “φιλέλληνος” Υπουργού Εξωτερικών κ. (Ραγια)πετρίτη, η “κόκκινη γραμμή” της εθνικής κυριαρχίας περιορίζεται στα όρια της αιγιαλίτιδος ζώνης (που σημαίνει παραίτηση από κάθε προοπτική επέκτασής της στα 12 ν.μ). Επιπλέον, η αποστρατικοποίηση των νήσων έχει σχεδόν ολοκληρωθεί καθώς οπλικά συστήματα και πυρομαχικά έχουν αφαιρεθεί και μεταφερθεί ή πωληθεί στην Ουκρανία.
Η πρόσφατη εξαγγελία του κ. Δένδια – εγνωσμένου εθνικού μειοδότη στις περιπτώσεις διευθετήσεως της ημετέρας ΑΟΖ με εκείνες Ιταλίας και Αιγύπτου αλλά και εγκατάλειψης κάθε ιδέας εφαρμογής, μονομερώς, της συμφωνηθείσης με την Αλβανία ΑΟΖ – περί εγκαταστάσεως πυραυλικής άμυνας στο Αιγαίο προς δήθεν αποσυμφόρηση του έργου του πολεμικού μας ναυτικού, δεν αποτελεί παρά το “αιδήμον” πρόσχημα, την “εύπεπτη” πρόφαση για την απόσυρση του πολεμικού μας ναυτικού από την περιοχή και την “κάτω από το τραπέζι” αναγνώριση της ως τουρκικής ζώνης ασφαλείας.
Άλλωστε, η απόσυρση, υπό την “εν αμαρτίαις” αυτή πρόφαση, θα γίνει άμεσα ενώ το εξαγγελθέν αμυντικό πυραυλικό σύστημα θα εγκατασταθεί σε βάθος χρόνου τουλάχιστον 15ετίας, εφόσον βέβαια αποφασιστεί πραγματικά η υλοποίησή του, πράγμα λίαν αμφίβολο. Δεν μπορεί δε να αποφύγει κανείς τον πειρασμό να θεωρήσει τις σχετικές τουρκικές αντιδράσεις ως προσυμφωνημένες, στο πλαίσιο ενός τερατώδους “καραγκιόζ-μπερντέ” που έχει στηθεί στις πλάτες των Ελλήνων πολιτών και εις βάρος της εθνικής κυριαρχίας και ασφάλειας από την ξενόδουλη, τουρκόφιλη και ανίκανη να υπερασπιστεί το εθνικό συμφέρον κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Θεόδωρος Καμαρινός
Διπλωματικός Σύμβουλος Προέδρου ΝΙΚΗΣ

