Η πολύ ευμενώς γενόμενη δεκτή από τα περισσότερα εγχώρια ΜΜΕ και διάφορους επιστημονικούς (φερόμενους ως πατριωτικούς) κύκλους είδηση περί εγκατάλειψης της ναυτικής βάσης της Αυλώνος από την Τουρκία και περιαγωγής της στην Ιταλία, δεν θα έπρεπε να μας χαροποιεί.
Αντίθετα με την έωλη, “χαζοχαρούμενη” θα έλεγε κανείς, ελληνική εξωτερική πολιτική που επαναχαράσσει κάθε άσχετος πλην φιλόδοξος Υπουργός Εξωτερικών (ο οποίος, όταν κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη, βλέπει τον Ταλεϋράνδο αντί τον Χατζηαβάτη), αντίθετα λοιπόν με την πολιτική αυτή, κάθε σοβαρό κράτος παγκοσμίως, φροντίζει να διατηρεί αναλλοίωτες τις στοχεύσεις της εξωτερικής του πολιτικής, βασιζόμενης στα διαχρονικά εθνικά του συμφέροντα και ασχέτως της εναλλαγής πολιτειακών επιλογών και κυβερνητικών σχημάτων.
Όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, ακόμη και το…Μονακό, παραμένουν προσκολλημένα σε εθνικές επιδιώξεις που μετρούν, στις περισσότερες περιπτώσεις, αιώνες σχετικών προσπαθειών. Κλασσικό παράδειγμα η Γερμανία η οποία, από την εποχή του Βίσμαρκ και υπό καθεστώτα απολυταρχίας, δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού, δεν έπαυσε ποτέ να επιδιώκει την υλοποίηση της εξωτερικής πολιτικής του “Drang nach Osten”, του “δρόμου προς την Ανατολή”, ο οποίος, μέσω Τουρκίας, θα ενώσει το Βερολίνο με τη Βαγδάτη και τις ενεργειακές πηγές της Μέσης Ανατολής. Αυτό άλλωστε, εξηγεί εύκολα την διαχρονική γερμανική εμμονή με την Τουρκία.
Επανερχόμενοι στην αρχή του παρόντος και αναφερόμενοι στην Ιταλία, θα πρέπει να θυμηθούμε την επιδίωξη του “mare nostrum” (της θάλασσάς μας) που αναφέρεται στην Ανατ. Μεσόγειο και δεν αποτελεί, όπως πολλοί νομίζουν, μουσολινικό δημιούργημα.
Από την εποχή του Κόντε ντι Καβούρ και του Βιττόριο Εμμανουέλε Α‘, από την απόπειρα ελέγχου του Σουέζ και εν συνεχεία της περικύκλωσής του μέσω κατοχής της Αβησσυνίας (σήμερα Αιθιοπίας) στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, από την κατάληψη της Λιβύης και των Δωδεκανήσων κατά τον ιταλο-τουρκικό πόλεμο του 1911-1912, από την ιταλική απαίτηση κατοχής της ζώνης της Σμύρνης το 1919 και την κατάληψη της Αλβανίας το 1939, η Ιταλία επιμένει στην επιδίωξη εγκαθίδρυσης ιταλικής σφαίρας επιρροής στο σύνολο της Ανατολικής Μεσογείου. Στην επιδίωξη αυτή, εμπόδιο στεκόταν πάντα η Ελλάδα που συντασσόταν μονίμως με τα αγγλικά συμφέροντα στην περιοχή.
Η Ιταλία δεν πρόκειται να δει ποτέ τη χώρα μας ως σύμμαχο και εταίρο – μόνο ως διαρκή γεωπολιτικό αντίπαλο μπορεί να την αντιλαμβάνεται. Ο πόλεμος του 1940 δεν αποτελούσε μουσολινικό τυχοδιωκτισμό παρά μόνο ως προς τις συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες διεξήχθη. Η εκ νέου στρατιωτική παρουσία της Ιταλίας στην Αλβανία, εκ παραλλήλου με την εκεί ισχυρή πολιτική της παρουσία από την κατάρρευση ήδη του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1992, δεν προοιωνίζει τίποτα καλό για τη χώρα μας αλλά και για την εθνική μας μειονότητα της Βορείου Ηπείρου.
Ας μην είμαστε λοιπόν ανιστόρητοι και ας μην σπεύδουμε σε πανηγυρισμούς όταν ένας ιστορικός εχθρός αντικαθίσταται από ένα γεωπολιτικό αντίπαλο. Στο πλαίσιο αυτό, η προμήθεια ναυτικών μονάδων από την Ιταλία αποτελεί σφάλμα που δεν εξυπηρετεί ούτε καν τα στενά στρατιωτικά μας συμφέροντα.
Μπορούμε όμως βάσιμα να υποθέσουμε ότι η αγορά αυτή εντάσσεται στην εξωτερική πολιτική των αμυντικών προμηθειών βάσει της οποίας, καθένας από τον οποίο αγοράζουμε οπλικά συστήματα, μετατρέπεται εν δυνάμει σε σύμμαχο. Αφέλεια ή “wishful thinking – ευσεβείς πόθοι”?

