«Μπάρμπα Γιάννη Μακρυγιάννη
Πάρε μαύρο γιαταγάνι
Κι έλα στη ζωή μας πίσω
Το στραβό να κάμεις ίσο»
Ν. Γκάτσος
Ζούμε σε μια εποχή που βιώνουμε συνεχείς εθνικές υποχωρήσεις και μας διακατέχει ένα αίσθημα ενδοτισμού και παραχωρήσεων.
Χάσαμε την Ανατολική Ρωμυλία, την Β. Ήπειρο, χάσαμε τον Ελληνισμό της Ανατολής, τον Ελληνισμό της Πόλης, της Αλεξάνδρειας, όλης της Αιγύπτου, της Μέσης Ανατολής…Χάσαμε την μισή Κύπρο και ποιος ξέρει τι άλλο ακόμα. Προδώσαμε την Μακεδονία και το μισό Αιγαίο το διεκδικούν οι Τούρκοι (η κ. Μπακογιάννη, η σκιώδης πρωθυπουργός, μιλά για συνεκμετάλλευση). Και εάν συνυπολογίσουμε και τα όσα έχουμε ξεπουλήσει με τα εγκληματικά μνημόνια, είναι να απορεί κανείς τι έχει μείνει από την Ελλάδα. Μήπως τελικά ακυρώθηκε η Επανάσταση του 21; Μήπως κακώς εορτάζουμε την 25 Μαρτίου; Εκεί φτάσαμε. Κοιτάμε δεξιά και αριστερά και μας πιάνει απελπισία και απόγνωση. Ας κοιτάξουμε και λίγο πίσω. Να σεργιανίσουμε στα μεγάλα χρόνια, ας ανοίξουμε το μυρογιάλι του Εικοσιένα, να αρωματιστούμε…
Μεσολόγγι: το άγιο βήμα της ιστορίας μας. Μοσχοβολά σαν το Τίμιο Ξύλο. Λιμοκτονούσαν, αρρώσταιναν από επιδημίες, κατασκοτώνονταν στις τάπιες του φράχτη, όπως τον ονόμαζε ο Μπραΐμης, όμως πολεμούσαν και γονάτιζαν την Τουρκιά, γιατί είχαν Υπέρμαχο Στρατηγό την Θεοτόκο. Τα σήμαντρα και οι καμπάνες χτυπούσαν. Στις εκκλησιές έτρεχαν για ικεσία και ευχαριστία.
25 Μαρτίου 1826. Στο νησάκι της λιμνοθάλασσας, την Κλείσοβα. Εχθρικό βόλι σπάζει στα δυο το σπαθί του Κίτσου Τζαβέλα, χωρίς να αγγίξει τον πολέμαρχο. Όλοι είπαν πως ήταν θαύμα της Παναγίας. Και ο Τζαβέλας, αφήνοντας για μια στιγμή την μάχη, πηγαίνει στην εκκλησιά της Αγίας Τριάδος. Προσκυνά το εικόνισμα της Ευαγγελίστριας και της αφιερώνει τα κομμάτια από το γιαταγάνι του, λέγοντας: «Παναγιά μου, σήμερα όπου σε γιορτάζουμε, σου αφιερώνω τούτο και βόηθα τα παλληκάρια να νικήσουν τον εχθρό. Και η Παναγία έστερξε στην παράκληση του καπετάνιου και του χάρισε μια δοξασμένη νίκη. Δίπλα στο πεδίο της μάχης η εκκλησιά ήταν ανοιχτή. Ευλογούσε η Θεομάνα μας τα όπλα τα ιερά…
Τώρα που μας «εκύκλωσαν αι ζάλαι του βίου, ώσπερ μέλισσαι κηρίον», ας σηκώσουμε τα αγύριστα κεφάλια μας, το βλέμμα μας στον ουρανό. Εκεί θα βρούμε σκέπη, προστασία και γαλήνη. Εμείς οι Ορθόδοξοι Έλληνες, οι Ρωμηοί, όταν κινδυνεύουμε δεν τρέχουμε στους Διεθνείς Οργανισμούς της Δύσης και της Ανατολής, αλλά ψάλλουμε παρακλητικούς κανόνες και χαιρετισμούς, προσκαλούμε την Παναγία μας, την ελληνοσώτειρα, με τον τρόπο του Κολοκοτρώνη. Μέσα στην απελπισία του για την κατάσταση της πατρίδας του, βρίσκει μία εκκλησία στον δρόμο (η Παναγία στο Χρυσοβίτσι) και σταμάτησε και έκλαψε την Ελλάδα «Παναγία μου, βοήθησε και τούτην την φορά τους Έλληνες διά να εμψυχωθούν». Και πήρε έναν δρόμο προς την Πιάνα. Στον δρόμο συνάντησε τον ξαδελφόν του Αντώνιον, του Αναστάση Κολοκοτρώνη, με εφτά ανηψίδια του, και μαζί με το άλογό του γίναν δέκα. Αυτός ήταν και χωρίς τουφέκι». Αυτοί οι… δέκα έκαμαν την Επανάσταση («Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής»).
Ξημερώνει ο Θεός την μεγάλη ημέρα αύριο. «Αύτη η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή…». Γιορτάζουμε τα δύο «χαίρε». Το πρώτο ακούγεται από τα χείλη του Αρχαγγέλου: «Χαίρε, κεχαριτωμένη. Ο Κύριος μετά σού· ευλογημένη συ εν γυναιξί». Το δεύτερο από το στόμα του εθνικού μας ποιητή: «Χαίρε, ω χαίρε, λευτεριά». Τι να πρωτογράψεις και τι να πεις; Ο Παλαμάς, άλλο εθνικό ανάστημα, νομίζω απέδωσε αριστοτεχνικά την λαμπρή ημέρα. Σ’ αυτούς τους τέσσερις στίχους που θα παραθέσω -να τους μάθουν απ’ έξω όλοι οι Έλληνες- είναι κρυμμένη όλη η ιστορία μας ως Χριστιανών Ορθοδόξων και ως Ελλήνων:
«Σβήνουν δυο νύχτες, και δυο αυγές προβάλλουν στον αγέρα.
Δυο λευτεριές που σμίγουνε μέσα στην ίδια μέρα.
Δυο λευτεριές ματόβρεχτες, παιδιά μεγάλου κόπου,
η λευτεριά του Έλληνα κι η λευτεριά του ανθρώπου»
Σπουδαία, πολύ σπουδαία λόγια. Δόξα τω Θεώ, έχουμε προίκα, τζιβαϊρικό κληροδότημα, ανεκτίμητο. Είμαστε ο μόνος λαός που έχουμε στο πατρογονικό μας σπίτι χρυσάφι και τρώμε ξυλοκέρατα… Να κλείσω με ένα επεισόδιο, που «φωτογραφίζει» και την σημερινή κατάντια.
Συμβαίνει κατά το πρώτο έτος της Εθνεγερσίας. Οι πολιορκημένοι Τούρκοι του Νεόκαστρου αποφάσισαν να συνθηκολογήσουν και πρότειναν διαπραγματεύσεις. Συμφωνήθηκε συνάντηση των δυο αντιπροσωπειών έξω από το φρούριο. Αλλά οι συνομιλίες δυσκολεύονταν και αργούσαν, επειδή εκατοντάδες αγωνιστές, περίεργοι, χασομέρηδες, και λοιποί «άτακτοι» είχαν συγκεντρωθεί γύρω και θορυβούσαν αδιαφορώντας για τις διαταγές των αρχηγών τους.: «Αφού δε πλέον είδαν οι Τούρκοι ότι οι Έλληνες δεν ακούουν τους καπεταναίους των μια ημέραν ο Τσιντάραγας, κλειδούχος του Φρουρίου, έχασε την υπομονήν κι στραφείς προς τους στρατιώτας εφώναξεν ούτως: σουτ βρε Ρωμηοί! Η φωνή αυτή αμέσως έφερε σιωπήν. Εδώ δε εφαρμόζεται το ρητόν: «Είδε ο δούλος τον δεσπότην και εφοβήθη». Κατ’ ουδένα τρόπον εδύναντο οι καπεταναίοι να απομακρύνουν τους στρατιώτας διά να σταθούν οι Τούρκοι εις ομιλίαν, η δε φωνή του Αγά μόνη τους ησύχασεν». Και παρατηρεί συγκαταβατικά ο αγωνιστής: «Πόσον ο φόβος είναι δυνατός και ανεξάλειπτος, όταν είναι παιδιόθεν ριζωμένος εις τα ψυχάς των ανθρώπων». Ας σκεφτούμε την τελευταία φράση….
Χρόνια πολλά σε όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες.
Δημήτριος Νατσιός
Πρόεδρος ΝΙΚΗΣ
Βουλευτής Α΄Θεσσαλονίκης,
Δάσκαλος, Θεολόγος, Συγγραφέας