Δημοκρατικό Πατριωτικό Λαϊκό Κίνημα

Οι τοξικές αναθυμιάσεις της συγκάλυψης και η αλαζονική αυτοκριτική
Στα μεγαλειώδη συλλαλητήρια της 26ης Ιανουαρίου η κοινωνία έδειξε ότι το ποτήρι της οργής έχει ξεχειλίσει. Πριν από εκείνη την ημέρα, όλες οι παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος συνοψίζονταν σε μία μόνο λέξη. ΤΕΜΠΗ. Κανείς δεν πίστευε ότι θα υπάρξει κάτι πιο τραγικό. Κι όμως, στα μεγάλα συλλαλητήρια κυριάρχησε μία άλλη λέξη που από τότε παγιώθηκε και συγκλονίζει ακόμη περισσότερο. ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ. Η επιχείρηση συγκάλυψης που εμφανέστατα έχει ενορχηστρωθεί από το Μέγαρο Μαξίμου, σιγά-σιγά αποκαλύπτεται και μαζί της αναδύονται όλες οι τοξικές αναθυμιάσεις της.
Στη Βουλή των Ελλήνων η ελληνική κοινωνία παρακολούθησε ενεή την επιτομή της αλαζονείας της κυβέρνησης. Ο προτεινόμενος για το ανώτατο θεσμικό αξίωμα της χώρας κ. Τασούλας, ως Πρόεδρος της Βουλής, δικαιωματικά απέκτησε και τον τίτλο του Προέδρου της… Συγκάλυψης, αφού με περισσή δεξιότητα απέκρυπτε, καθυστερούσε, αγνοούσε και εμφάνιζε κατά το δοκούν δικογραφίες και μηνύσεις. Στην Εξεταστική Επιτροπή που συστήθηκε, «χρήσιμος ηλίθιος» ήταν ο κ. Μαρκόπουλος, ο οποίος «το διασκέδαζε» και την έβλεπε ως μία «γουρλίδικη επιτροπή» μιας και τα πρωτοπαλίκαρά της πλειοψηφίας «υπουργοποιήθηκαν». Φυσικά αυτό παραπέμπει σε ικανοποίηση του Πρωθυπουργού για την άσκηση των (συγκαλυπτικών) καθηκόντων τους. Παρόλα αυτά η απάντηση του Πρωθυπουργού σχεδόν ένα χρόνο μετά στο ερώτημα αν η εξεταστική Επιτροπή της Βουλής έκανε το καθήκον της, δείχνει μία συγχυσμένη προσωπικότητα. «Δεν πιστεύω ότι ήταν η καλύτερη στιγμή της Βουλής», απάντησε σε μία αποτυχημένη προσπάθεια αλαζονικής αυτοκριτικής.
Ενώ ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών του Πρωθυπουργού και πρώην Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ Χρήστος Τριαντόπουλος, ως ένα άλλο σκάνδαλο predator, προαναγγέλλει την παραίτησή του παίρνοντας αυτός την ευθύνη του μπαζώματος αντί του Πρωθυπουργού.
Στην αλαζονική αυτοκριτική και στις ανακολουθίες του κ. Μητσοτάκη συγκαταλέγονται και οι χαρακτηρισμοί του για όσους υποστήριζαν ότι η εμπορική αμαξοστοιχία μετέφερε ύποπτο υλικό το οποίο έκαψε τους επιζήσαντες της σφοδρής σύγκρουσης. Ένα χρόνο πριν τους χαρακτήριζε ως συνομωσιολόγους και ψεκασμένους, και «διαβεβαίωνε με βεβαιότητα ότι το τρένο δεν είχε κανένα επικίνδυνο ή εύφλεκτο φορτίο». Πριν λίγες μέρες και μετά την κοινωνική κατακραυγή που προκάλεσαν πληροφορίες από τα πορίσματα των εμπειρογνωμόνων, οι πολίτες της χώρας έγιναν μάρτυρες μιας πρωτάκουστης, για Πρωθυπουργό, δήλωσης. Σε ερώτηση για την παραπάνω τοποθέτησή του, απάντησε εμφανώς ταραγμένος πως «δεν έκανα λάθος, μετέφερα τις πληροφορίες που είχα». Αλήθεια αντιλαμβάνεται ο κ. Μητσοτάκης την σημαντικότητα του δημοσίου λόγου, ειδικά όταν αυτός εκστομίζεται από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό της χώρας;
Η Δικαιοσύνη από την άλλη, φαίνεται να μην μπορεί να ολοκληρώσει μέχρι σήμερα ούτε την απαιτούμενη ανακριτική προ-διαδικασία. Συνεχή προσκόμματα, αλλοιώσεις χρήσιμων οπτικοακουστικών στοιχείων, εξαφανίσεις χρήσιμου οπτικού υλικού όπως η μη ύπαρξη (ή εξαφάνιση) του βίντεο από την φόρτωση της εμπορικής αμαξοστοιχίας, καθυστερήσεις στη διακίνηση εγγράφων, παρελκυστικές διαρροές στον Τύπο και διαδοχικές αποκαλύψεις για άστοχους έως και ύποπτους χειρισμούς από την πλευρά της Πολιτείας, φαίνεται ότι δεν έχουν επιτρέψει στη Δικαιοσύνη να σχηματίσει δύο χρόνια μετά σαφή, ρεαλιστική εικόνα για το συμβάν.
Στην περίπτωση του εγκλήματος των Τεμπών, θα έλεγε κανείς πως η Κυβέρνηση βρίσκει άγκυρα ελπίδας τη βραδυκίνητη και όχι ανεξάρτητη, όπως υποστηρίζει η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, Δικαιοσύνη. Δεν είναι ένα φαινόμενο που αφορά μόνο το τραγικό έγκλημα. Είναι παθογένεια που διατρέχει όλες τις δικαστικές βαθμίδες, όποια υφή και εάν έχουν οι υποθέσεις, διοικητικές, αστικές ή ποινικές.
Δυστυχώς, τα καταγεγραμμένα στοιχεία του χρόνου απονομής Δικαιοσύνης στη χώρα μας είναι αμείλικτα σε σχέση με το «εύλογο διάστημα» απονομής, που δίνει το Συμβούλιο της Ευρώπης (ΣτΕ).
✔️Για Αστικές υποθέσεις.
-Σε Α’ βαθμό - 746 ημέρες. Μέσος χρόνος 239 ημέρες (ΣτΕ).
-Σε Β’ βαθμό - 422 ημέρες. Μέσος χρόνος 200 ημέρες (ΣτΕ).
✔️Για Ποινικές υποθέσεις:
-Σε Α’ βαθμό - 223 ημέρες. Μέσος χρόνος 133 ημέρες (ΣτΕ).
-Σε Β’ βαθμό - 294 ημέρες. Μέσος χρόνος 110 ημέρες (ΣτΕ).
Στο Ανώτατο Δικαστήριο ο Μέσος Χρόνος σε Αστικές-Ποινικές υποθέσεις είναι 304 ημέρες (101 ημέρες ΣτΕ), ενώ για τις Διοικητικές υποθέσεις 1.239 ημέρες (234 ημέρες ΣτΕ).
Η Ελληνική Δικαιοσύνη, βέβαια, ακόμα και αν δομικά παρουσιάζει πολύ μεγάλες καθυστερήσεις, στο έγκλημα των Τεμπών θα έπρεπε να επισπεύσει τις διαδικασίες επιδεικνύοντας στοιχειώδη ενσυναίσθηση και αίσθηση καθήκοντος. Η Δικαιοσύνη έχει καθήκον να δίνει ελπίδα στο λαό, αλλά σήμερα ο λαός πλεονάζει από απόγνωση για τη λειτουργία της.
Ανδρέας Γκοτσόπουλος
Μέλος του Βουλευτηρίου της ΝΙΚΗΣ, Υπεύθυνος Τομέα Νεότητας
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα Εστία της Κυριακής 9.2.2025