«Ἡ Πόλη ἦταν τὸ σπαθί, ἡ Πόλη τὸ κοντάρι, ἡ Πόλη ἦταν τὸ κλειδί τῆς Ρωμανίας ὅλης.»*
Στὶς 11 Μαΐου τοῦ 330 μΧ ἐγκαινιάζεται μὲ λαμπρότητα ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἡ Nova Roma, ἡ Νέα Ρώμη, ἡ νέα πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ νέα πρωτεύουσα τῆς Ρωμανίας. Ὁ θρύλος λέει ὅτι, ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος χάραζε τὰ ὅρια τῆς πόλης, ἀκολουθοῦσε ἄγγελο Κυρίου, ὁ ὁποῖος τοῦ ὑπεδείκνυε τὰ σημεῖα. Ἡ πόλη ἦταν ἐξαρχῆς ἱερὴ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν προστάτιδά της Παναγία. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μεγάλου Κωνσταντίνου ἡ πόλη θὰ λάβει τὸ ὄνομα Κωνσταντινούπολις.
Ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν ἦταν ἁπλῶς τὸ ὑπερεθνικό, διοικητικὸ κέντρο τῆς Ρωμανίας (Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας), δὲν ἦταν ἁπλῶς ἕνα πολὺ μεγάλο ἐμπορικό, οἰκονομικό, στρατιωτικό, πολιτισμικὸ καὶ κοινωνικὸ κέντρο. Ἐξ ἀρχῆς εἶχε τὶς προϋποθέσεις καὶ πολὺ γρήγορα κατέστη τὸ οἰκουμενικὸ κέντρο τοῦ Ὀρθοδόξου κόσμου. Ἡ Ὀρθοδοξία ἀπετέλεσε τὴ νοηματοδότηση, τὸν σκοπὸ καὶ τὸν κεντρικὸ ἄξονα ὕπαρξης αὐτῆς τῆς πόλης. Καὶ ἡ Ὀρθοδοξία μὲ τὴ σειρά της προσέφερε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ σ᾿ ὅλη τὴ Ρωμηοσύνη μιὰ πνοὴ ἀθανασίας καὶ αἰωνιότητας.
Ἡ ταυτότητα τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς Ρωμανίας, πολὺ δύσκολα μπορεῖ νὰ προσεγγιστεῖ καὶ νὰ κατανοηθεῖ ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο, τὸν ἐθισμένο νὰ ἀναλύει τὰ πράγματα μὲ τοὺς ὅρους τοῦ νεωτερισμοῦ, μὲ τὸν ἀτομισμό, μὲ τὸ ἔθνος-κράτος, μὲ τὰ ὅρια. Ἡ Ρωμανία δὲν καθοριζόταν ἀπὸ τὰ σύνορά της, δὲν εἶχε ὅρια, ἢ καλύτερα τὰ ὅριά της ἦταν ἡ οἰκουμένη. Ἦταν καὶ εἶναι ἕνα ὀντολογικὸ σῶμα ἀποτελούμενο ἀπὸ τοὺς προαπελθόντες, συγκαιρινοὺς καὶ μέλλοντες ἐλθεῖν Ρωμηούς. Ἀνθρώπους, δηλαδή, ποὺ ἔχοντας ὡς ἀφετηρία καὶ θεμέλιο τὸν ἑλληνιστικὸ πολιτισμὸ καὶ τὴν Ρωμαϊκὴ παράδοση θέλησαν νὰ βιώσουν τὴν Ὀρθόδοξη πίστη τους σὲ προσωπικὸ καὶ σὲ συλλογικό, πολιτειακὸ ἐπίπεδο.
Παρὰ τὰ ἀλλεπάλληλα ἁμαρτήματα καὶ τὶς προσωπικές τους ἀστοχίες, ὅλων τους ἡ κατεύθυνση καὶ ἡ ἐπιδίωξη ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἔμπρακτη βίωση τῆς σχέσης μαζί Του. Ὅλων τους, ἀπὸ τὸν τελευταῖο Ρωμηὸ ἕως τὴν κεφαλὴ τοῦ κράτους, τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα. Ἕνα Κράτος, μιὰ Πολιτεία συγκερασμοῦ καὶ πρόσληψης τῶν φαινομενικὰ ἀντιθέτων. Αὐτοκρατορία καὶ δύναμη ἀπὸ τὴν μιὰ, ἀλλὰ μὲ ταπείνωση καὶ μετάνοια ἀπὸ τὴν ἄλλη, πορφύρα καὶ χρυσᾶ διαδήματα ἀπ᾿ ἔξω ἀλλὰ μὲ νοερὰ προσευχή καὶ ἡσυχασμὸ ἀπὸ μέσα, σκῆπτρα ἐξουσίας τὴν ἡμέρα ἀλλὰ μὲ ὕπνο στὸ πάτωμα καὶ ἄλλα ἀσκητικὰ ἀγωνίσματα τὴν νύχτα. Ἐπιδίωξη καὶ ἀγῶνας γιὰ ἁγιότητα, ἀνεξαρτήτως τῆς θέσης, τοῦ τόπου καὶ τοῦ χρόνου.
Γιατὶ στὴν ἁγιότητα ὁ τόπος εἶναι τὸ παντοῦ καὶ ὁ χρόνος εἶναι τὸ πάντα. Συλλογικὸ ὀντολογικὸ σῶμα ἐπιδιῶκον τὴν ἁγιότητα μὲ πολλὰ ἁμαρτήματα καὶ μετάνοια, βασιλεία Χριστοῦ ἐπὶ γῆς μὲ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καὶ ἀστοχίες, χριστιανικὴ αὐτοκρατορία, ἡ μόνη, ἡ καθολική, ἡ οἰκουμενική.
Αὐτὸ ἦταν καὶ αὐτό εἶναι ἡ Ρωμανία. Τρόπος ζωῆς καὶ γεγονός τῆς καρδιᾶς. Ἡ Ρωμανία ποτὲ δὲν ὁρίστηκε ἀπὸ τὰ σύνορά της. Ποτὲ δὲν θέλησε νὰ κατακτήσει ἐκτάσεις καὶ θησαυρούς. Θέλησε πάντα νὰ κερδίζει καρδιὲς καὶ ψυχές. Θέλησε νὰ φωτίζει λαούς, ὅλους τοὺς λαούς. Σεβόμενη πάντα τὸ πρόσωπο, τὴν ταυτότητα καὶ τὴν ἰδιοπροσωπία τους. Ἡ Ρωμανία δὲν καταλύθηκε τὸ 1204, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ 1453. Συνέχισε νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ κραταιώνεται στὶς καρδιὲς τῶν προγόνων μας. Ἡ Ρωμανία ἀντιπαρῆλθε τὸν ἀπηνῆ διωγμὸ ποὺ ὑπέστη ἀπὸ τὴν Βαυαροκρατία τὸ 1830 καὶ συνεχίζει νὰ ἀντιστέκεται σθεναρὰ στὴν διαρκῆ καὶ ἀφόρητη πίεση ἐκφραγκισμοῦ καὶ ἐκδυτικισμοῦ ποὺ δέχεται τοὺς τελευταίους δύο αἰῶνες.
Ἡ Ρωμανία σήμερα ὑπάρχει καὶ πάλλεται δυναμικὰ στὶς καρδιές ὅσων αἰσθάνονται Ρωμηοὶ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς. Ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὴν Συρία, ὅπου ὑφίσταται διωγμό, μέχρι τὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες. Ἀπὸ τὶς Σκανδιναβικὲς χῶρες μέχρι τὶς ἐσχατιὲς τῆς Νοτίου Ἀφρικῆς. Σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη τῆς γῆς. Ρωμανία οἰκουμενική, ὑπερεθνική, ὀρθόδοξη, ὡς πρόταση ζωῆς στὸ ἐπερχόμενο μετανεωτερικὸ σκοτάδι.
Καὶ παντοτινὴ πρωτεύουσα καὶ κέντρο τῆς Ρωμανίας ἦταν, εἶναι καὶ θὰ παραμείνει ἡ Κωνσταντινούπολις. Τὸ αἰώνιο κέντρο καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ εὐσεβοῦς γένους τῶν Ρωμηῶν ἦταν, εἶναι καὶ θὰ παραμείνει ἡ Πόλις. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τοὺς οἰκιστές της, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ταυτότητα καὶ τὸ τί πιστεύουν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν ἀριθμό τους. Ἂς εἶναι ἀλλόθρησκοι, ἂς εἶναι εἴκοσι ἑκατομμύρια, ἂς εἶναι διακόσια ἑκατομμύρια. Μικρὴ σημασία ἔχει.
Τὰ χώματα τῆς Πόλης εἶναι ἱερά, ἁγιασμένα ἀπὸ τοὺς ἀναρίθμητους χορούς τῶν ἁγίων προγόνων μας μαρτύρων. Χώματα ποὺ εὐωδιάζουν ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν ἱερῶν σκηνωμάτων, χώματα ποὺ ἀναδύουν δοξολογίες καὶ προσευχές, χώματα συνεχῶς λάμποντα ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς δόξης τῶν ἁγίων καὶ τῆς παρουσίας τῆς προστάτιδας Παναγίας. Ἂς μὴν ἔχομε τίποτα, εἶναι ὅλα δικά μας. Ἡ Πόλις εἶναι δική μας. Καὶ τώρα καὶ πάντα. Κορωνίδα καὶ καύχημα τοῦ γένους τῶν Ρωμηῶν. Εἶναι τὸ σύμβολο, εἶναι ἡ ζῶσα μνήμη, εἶναι ἡ συνοχή μας, εἶναι ἡ ἀναφορά μας, εἶναι τὸ πνευματικὸ καὶ φυσικό μας κέντρο, εἶναι ἡ καρδιά μας, εἶναι ἡ ἱστορία καὶ τὸ μέλλον μας, εἶναι ἡ ζωή μας.
Ἂς μὴ μεμψιμοιροῦμε καὶ ἂς μὴ διαμαρτυρόμαστε γιὰ τὴν ὅποια κατάστασή της. Δὲν μᾶς πρέπει ἡ πίκρα. Ἂς μὴν κοιτᾶμε τὴν Πόλη ἐξωτερικὰ καὶ ἐπιφανειακά. Ἂς τὴν κοιτάξομε σὲ βάθος. Καὶ ἕνα τέτοιο κοίταγμα θὰ μᾶς ἀποκαλύψει ὅτι ἡ Πόλις εἶναι ἐλεύθερη. Ὁ θάνατος δὲν τὴν νίκησε. Ἡ Πόλις λειτουργεῖται συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως. Χωρὶς διακοπή. Ὁρατὰ καὶ ἀοράτως. Λειτουργεῖται, ἁγιάζεται καὶ παραμένει ἐλεύθερη. Τὰ ὑπόλοιπα εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ἂς γευόμαστε τὴν χαρὰ αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας. Ἂς ἐπισκεπτόμαστε τὴν Πόλη ὁρατὰ ἢ καὶ μυστικά, ἐσωτερικά, ἂς τὴν μελετοῦμε, ἂς ζυμωνόμαστε μὲ τὸν παλμό της, ἂς τὴν αἰσθανόμαστε δική μας καὶ θεμελιακὸ κομμάτι τῆς ὕπαρξής μας, ἂς τὴν ἀγαπᾶμε καὶ ἂς προσευχόμαστε γιὰ αὐτήν, τὴν Πόλη, τὴν καρδιὰ τῶν Ρωμηῶν, τὴν καρδιὰ τῶν Ὀρθοδόξων.
Καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, ἂς ἀποδιώξομε ἀπὸ τὸ μυαλό μας κάθε ἐθνικιστικὴ σκιὰ καὶ ἐγωισμὸ ἀλλὰ καὶ κάθε ἄλλη κοσμικὴ σκοπιμότητα καὶ ματαιοδοξία. Μόνο ἔτσι θὰ μπορέσομε νὰ γευτοῦμε τὴν ἀνεκλάλητη χαρὰ ποὺ ἔχει νὰ μᾶς προσφέρει. Τὰ ὑπόλοιπα εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ὅπως αὐτὸς νομίζει καὶ κρίνει ὅτι πρέπει νὰ γίνουν. Καὶ ἴσως ἴσως, ὅσο πιὸ γρήγορα ἀποβάλλομε καὶ ἀπεκδυθοῦμε τὸ ὅποιο κοσμικό μας φρόνιμα, τόσο πιὸ εὔκολα θὰ ἀνοίξει πνευματικὰ ὁ δρόμος καὶ γιὰ ἄλλες ἀνέλπιστες ἐξελίξεις.
Ἰωάννης Κων Νεονάκης
Ἐπικεφαλῆς Θεματικῆς Ὀμάδας Ρωμηοσύνης τῆς ΝΙΚΗΣ
(*)Σταμάτη Σπανουδάκη: «Θα ἒρθεις σάν ἀστραπή».