Η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, προωθημένη από τις μνημονιακές κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαπέντε ετών -ως οικονομική διέξοδο στην κατάρρευση της οικονομίας που επέβαλαν τα μνημόνια και οι πολιτικές λιτότητας και αποβιομηχάνισης- έχει οδηγήσει σε μια σειρά από ανισορροπίες και στρεβλώσεις. Αντί η τουριστική ανάπτυξη να είναι εργαλείο για τη γενικότερη ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και ειδικότερα της εγχώριας μεταποίησης, έχει εξελιχθεί σε σκοπό καθαυτό, με καταστροφικές συνέπειες για την εργασία, τις δημόσιες υποδομές, την παραγωγική βάση, την κοινωνική συνοχή και το περιβάλλον.
Παρά το ότι η Ελλάδα παραμένει ένας από τους πιο ελκυστικούς τουριστικούς προορισμούς παγκοσμίως, με 36 εκατομμύρια τουρίστες το 2024, με τις άμεσες και έμμεσες τουριστικές εισπράξεις να φτάνουν έως και το 33,7% του ΑΕΠ, πίσω από αυτά τα «ρεκόρ» κρύβεται μια «εθνική στρατηγική» που στηρίζεται μονομερώς σε έναν και μόνο πυλώνα. Το γεγονός της μεγάλης εξάρτησης της οικονομίας από τον τουρισμό καθιστά ευάλωτη την ελληνική οικονομία ακριβώς λόγω της ευαλωτότητας του τουρισμού από ένα γεωπολιτικό γεγονός, μια φυσική καταστροφή, μια πανδημία (βλέπε covid) κλπ
Οι αφίξεις αυξάνουν, αλλά η μέση τουριστική δαπάνη μειώθηκε – από 702 € το 2021, στα 603 € το 2023 – ενώ περιοχές, που μένουν εκτός τουριστικού χάρτη, επειδή δεν επιλέγονται από τους πανίσχυρους tour operators, βιώνουν έντονες ανισότητες. Οι περισσότερες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται στον τουριστικό τομέα είναι εποχικές, κακοπληρωμένες, χωρίς κοινωνική ασφάλιση, με εξοντωτικά ωράρια και συχνά άθλιες συνθήκες διαμονής, με αντάλλαγμα ένα μισθό που δεν καλύπτει ούτε τις βασικές ανάγκες.
Η παραγωγικότητα της εργασίας στον τουρισμό είναι πολύ χαμηλότερη από τον μέσο όρο πολλών άλλων τομέων της οικονομίας κάτι που αποθαρρύνει στο να γίνουν επενδύσεις αλλά και εμποδίζει την απόδοση αξιοπρεπών μισθών εργασίας. Ενδεικτικά το ποσοστό των εργαζομένων στον τουριστικό κλάδο είναι τριπλάσιο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και υπερδιπλάσιο από άλλες τουριστικές χώρες – όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Κροατία και η Πορτογαλία. Η χαμηλή παραγωγικότητα σχετίζεται με τη χαμηλή μέση εξειδίκευση στον κλάδο, την έλλειψη επενδύσεων καθώς και με την εποχικότητα του προϊόντος του και την αδράνεια του εργατικού δυναμικού εκτός της τουριστικής περιόδου.
Περαιτέρω η τουριστική ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμη. Οι δημόσιες υποδομές υπερφορτώνονται, ο χρόνος ζωής τους απομειώνεται, η συντήρησή τους απαιτεί νέους πόρους επιβαρύνοντας δημοσιονομικά την χώρα ενώ τα ανταποδοτικά οικονομικά οφέλη για το κράτος βαίνουν μειούμενα. Παράλληλα τίθενται θέματα περιβαλλοντικής προστασίας, οι ακτές τσιμεντώνονται και καταλαμβάνονται από ιδιωτικά συμφέροντα αίροντας τον δημόσιο χαρακτήρα τους ενώ σε πολλά νησιά το φαινόμενο της λειψυδρίας είναι γεγονός.
Η τουριστική μονοκαλλιέργεια δεν περιορίζεται όμως μόνο στα νησιά. Ακόμη και στα αστικά κέντρα, η βραχυχρόνια μίσθωση μέσα από πλατφόρμες πολυεθνικών έχει εκτοπίσει τους μόνιμους κατοίκους, ανεβάζοντας τα ενοίκια και διαλύοντας τους κοινωνικούς δεσμούς. Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να πορεύεται με ένα τόσο ευάλωτο και ασταθές αναπτυξιακό μοντέλο. Ο τουρισμός δεν είναι πρόβλημα από μόνος του· πρόβλημα είναι η απόλυτη εξάρτηση από αυτόν.
Η ΝΙΚΗ προτείνει την διαμόρφωση ενός επιχειρηματικού περιβάλλοντος για την ανάπτυξη των τομέων της οικονομίας στους οποίους καταγράφεται υψηλή παραγωγικότητα εργασίας και καινοτομίας. Ειδικά για τον τουρισμό προτείνει:
▪ την αναβάθμισή του σε τομέα υψηλής προστιθέμενης αξίας με επιμήκυνση της χρονικής περιόδου του
▪ την δημιουργία ελληνικών tour operators για την απεξάρτησή μας από τις πολυεθνικές
▪ την δημιουργία ελληνικών ελκυστικών εφαρμογών μίσθωσης (χαμηλότερες προμήθειες, εστίαση στην ιδιομορφία του ελληνικού τουρισμού, νέοι προορισμοί κλπ)
▪ την άμεση σύνδεση της εγχώριας πρωτογενούς παραγωγής και μεταποίησης με το τουριστικό προϊόν
▪ την έμφαση σε εναλλακτικές μορφές τουρισμού ανάλογα με την γεωγραφία και το πολιτισμικό αποτύπωμα της περιοχής (πολιτιστικού τουρισμού, αγρο-τουρισμού, γαστρονομικού, αλιευτικού, ιαματικού και θρησκευτικού τουρισμού καθώς και τουρισμού ΑΜΕΑ με τις αντίστοιχες υποδομές),
▪ ενίσχυση του εσωτερικού τουρισμού με κοινωνικά προγράμματα
▪ προγράμματα τουριστικής προβολής της χώρας μας σε αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως Κίνα, Ταϊβάν, Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία εστιάζοντας στον ποιοτικό τουρισμό.
Μόνο έτσι ο τουρισμός μπορεί να αποτελέσει εργαλείο ανθεκτικότητας και όχι παγίδα εξάρτησης.
Αντώνης Καλόγηρος, Υπεύθυνος Θ.Ο. Οικονομίας της ΝΙΚΗΣ