Ο πρόσφατα ψηφισμένος αναπτυξιακός νόμος 5203/2025 (ΦΕΚ Α’ 87/02-06-2025), αποτυπώνει καθαρά τα χαρακτηριστικά της μνημονιακής νοοτροπίας που επικρατεί από το 2010. Η κυρίαρχη λογική του βασίζεται σε περιορισμό των δημοσίων δαπανών και ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, μέσω επιδοτήσεων και φοροαπαλλαγών, χωρίς κοινωνική μέριμνα.
Αποτελεί σχεδόν πιστό αντίγραφο των προηγούμενων αναπτυξιακών, που κακώς παρουσιάστηκαν ως πυλώνες της οικονομικής προόδου και ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, δεδομένου ότι στην πράξη όλοι εξελίχθηκαν σε εργαλεία πελατειακής πολιτικής, με ένα θλιβερό μοτίβο σπατάλης, αδιαφάνειας και θεσμικής απαξίωσης. Το αποτύπωμα δε των αναπτυξιακών νόμων της ΝΔ είναι μηδαμινό όσον αφορά την ανάπτυξη των υγειών και παραγωγικών επενδύσεων.
Όπως άλλωστε παλαιότερα ο αναπτυξιακός 1262/1982, ο οποίος κατέληξε όχημα παροχής γενναίων επιδοτήσεων, σε χιλιάδες επιχειρήσεις, χωρίς επαρκείς μηχανισμούς ελέγχου, για επενδυτικά σχέδια που έμειναν στα χαρτιά ή ολοκληρώθηκαν μόνο τυπικά. Ακολούθησε ο νόμος 2601/1998, που προέβλεπε ακόμα πιο ευνοϊκά πλαίσια επιχορήγησης, με αποτέλεσμα να δοθούν δισεκατομμύρια ευρώ σε επιχειρήσεις που δεν πληρούσαν ούτε τα στοιχειώδη κριτήρια βιωσιμότητας.
Στα χρόνια της κρίσης, η ψήφιση του νόμου 4399/2016, είχε σαν αποτέλεσμα στα υπαχθέντα επενδυτικά σχέδια, το 49% να αφορούσε παροχή καταλύματος και υπηρεσίες εστίασης, απορροφώντας το 68% του συνόλου των επιχορηγήσεων.
Ν.2601/1998 | Ν.3299/2004 | Ν.3908/2011 | Ν.4399/2016 | |
Αριθμός Επενδυτικών Σχεδίων | 3.116 | 10.459 | 1.276 | 1.149 |
Ύψος Επενδύσεων (εκατ. €) | 3.590 | 22.465 | 6.022 | 3.080 |
Ενισχύσεις (εκατ. €) | 1.115 | 9.574 | 1.991 | 1.360 |
Μέσο Μέγεθος Ενίσχυσης (€) | 357.750 | 915.359 | 1.560.375 | 1.183.638 |
Νέες Θέσεις Εργασίας | 29.242 | 39.669 | 6.167 | 7.331 |
Μέσο Μέγεθος Επένδυσης (€) | 1.152.000 | 2.148.886 | 4.719.253 | 3.307.223 |
Ενισχύσεις ως ποσοστό Επενδύσεων | 31% | 43% | 33% | 17% |
Μέση Ενίσχυση ανά Θέση Εργασίας (€) | 38.121 | 241.341 | 322.854 | 185.514 |
Μέση Επενδυτική Δαπάνη ανά Θέση Εργασίας (€) | 122.774 | 566.305 | 976.450 | 1.183.600 |
Μέσος Αριθμός νέων Θέσεων Εργασίας ανά Επένδυση | 9,4 | 3,8 | 4,8 | 6,4 |
Παρατηρούμε στον πίνακα ότι η μέση ενίσχυση ανά θέση εργασίας είχε φθάσει μέχρι και στο αστρονομικό ύψος των 322.000 € !
Άλλο χαρακτηριστικό ήταν ότι είχε διαπιστωθεί ότι μια μικρή ομάδα επιχειρήσεων, κατάφερε να είναι διαχρονικά επιλέξιμη, με αποτέλεσμα 6 όμιλοι να είχαν ενισχυθεί για περισσότερα από 130 επενδυτικά σχέδια. Προφανώς η διαφάνεια είχε πάει περίπατο, δεδομένου ότι ήδη ανακοινώθηκε ότι έχει δρομολογηθεί η διαδικασία ανάκτησης περίπου 500 εκατ. € από προκαταβολές για 1.410 επενδυτικά σχέδια ανεκτέλεστων έργων των αναπτυξιακών νόμων του 2004 και του 2011, ενώ αντίστοιχα διερευνάται και ο νόμος του 2016.
Αλλά και ο Νόμος 4887/2022, ο προηγούμενος της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ακολούθησε την ίδια λογική, δήθεν δίνοντας έμφαση σε στρατηγικές επενδύσεις, χωρίς όμως κοινωνική ανταποδοτικότητα ή μηχανισμούς ουσιαστικής λογοδοσίας.
Η προβληματική του νέου «Αναπτυξιακού» νόμου
Ειδικότερα τώρα όσον αφορά τα σημεία του εν λόγω σχεδίου νόμου τα οποία προβληματίζουν και αναιρούν το κυβερνητικό αφήγημα περί νέου αναπτυξιακού νόμου:
- Η επίκληση από τον Υπουργό Ανάπτυξης της δημιουργίας ποιοτικών θέσεων εργασίας και υψηλά αμειβόμενων, ως βασική στόχευση του Αναπτυξιακού Νόμου, αγνοεί τη συνολική εικόνα της αγοράς εργασίας, όπου κυριαρχούν η υπαμειβόμενη εργασία, οι ελαστικές μορφές απασχόλησης και η αποεπένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Άλλωστε, ο Υπουργός διαψεύστηκε στη Βουλή, όταν τα συλλογικά όργανα επιχειρηματικών ομίλων, πίεζαν έντονα για περιορισμό της υποχρέωσης για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Αυτή η στάση είναι απαράδεκτη και προβληματική και πρέπει να τύχει αυστηρής κριτικής σε κοινωνικό επίπεδο. Ελάχιστο ήθελε η κυβέρνηση για να υποκύψει.
Η προσήλωση αποκλειστικά στην παραγωγικότητα και στην τεχνολογική ικανότητα, αποσυνδεδεμένη από την απασχόληση και χωρίς μέριμνα για την ανθρώπινη διάσταση της οικονομίας, συνιστά ένα μονοδιάστατο νεοφιλελεύθερο πρότυπο, που δεν αποτελεί συνταγή για την οικονομική και κοινωνική πρόοδο, ειδικά σε χώρες με δομικά προβλήματα ανεργίας όπως η Ελλάδα. Άλλωστε, τα στοιχεία δείχνουν ότι ο μέσος όρος των νέων θέσεων που δημιουργούνται ανά επένδυση, είναι ήδη πολύ χαμηλός, μόλις στις 6.
- Η ανάθεση αξιολογητικών αρμοδιοτήτων στις συστημικές τράπεζες οι οποίες -ανακεφαλαιοποιήθηκαν με πακτωλό δισεκατομμυρίων, εκμεταλλεύονται τον αναβαλλόμενο φόρο, κοινώς δεν καταβάλουν φόρους και δεν χρηματοδοτούν την οικονομία- δημιουργεί ένα επικίνδυνο πλαίσιο σύγκρουσης συμφερόντων, καθώς οι ίδιες καλούνται να εγκρίνουν σχέδια που πιθανόν αργότερα θα χρηματοδοτήσουν, υπονομεύοντας την αντικειμενικότητα της διαδικασίας και ενισχύοντας φαινόμενα αδιαφάνειας και πελατειακών σχέσεων.
Το αποτέλεσμα είναι η συστηματική αποθάρρυνση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, από την υποβολή επενδυτικών σχεδίων, εξαιτίας των αυστηρών, τραπεζοκεντρικών κριτηρίων που δεν λαμβάνουν υπόψη την αναπτυξιακή δυναμική, πέραν των χρηματοοικονομικών δεικτών. Πιθανότατα ένας ενιαίος μηχανισμός αξιολόγησης και διαχείρισης του Αναπτυξιακού Νόμου, με ενεργό συμμετοχή των επιμελητηρίων και άλλων θεσμικών εκπροσώπων της πραγματικής οικονομίας, θα απέτρεπε τη θεσμική αναξιοπιστία και την αδιαφάνεια.
- Η απουσία διάκρισης των εξωστρεφών επιχειρήσεων, καταδεικνύει μία σοβαρή στρατηγική αδυναμία της κυβερνητικής πολιτικής. Σε μια χώρα με δομικό, θηριώδες, εμπορικό έλλειμμα και χρόνια ανάγκη αύξησης των εξαγωγών, η ισοπέδωση των επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως προσανατολισμού, λειτουργεί αποτρεπτικά για την ανάπτυξη εξωστρεφών επενδύσεων, ιδιαίτερα από μικρομεσαίες επιχειρήσεις που πασχίζουν να διεισδύσουν σε διεθνείς αγορές. Αναδεικνύεται έτσι η έλλειψη μακροοικονομικού οράματος και μιας συνεκτικής αναπτυξιακής στρατηγικής που να θέτει ως προτεραιότητα την παραγωγική αναδιάρθρωση μέσω εξαγωγών.
- Ο καθορισμός ανώτατου ύψους επένδυσης στις 200.000 € για ατομικές επιχειρήσεις στο καθεστώς «Αγροδιατροφή, Αλιεία και Υδατοκαλλιέργεια» είναι αναχρονιστικός και αποτυγχάνει να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες του αγροδιατροφικού τομέα. Αυτό το χαμηλό όριο λειτουργεί αποτρεπτικά για σοβαρές επενδύσεις, ενώ παράλληλα ευνοεί κατακερματισμένα, ανεπαρκώς τεκμηριωμένα σχέδια μικρής κλίμακας, χωρίς αναπτυξιακό αποτύπωμα. Σήμερα, η μετάβαση σε βιώσιμα, τεχνολογικά προηγμένα και εξωστρεφή μοντέλα παραγωγής προϋποθέτει επενδύσεις σαφώς υψηλότερου μεγέθους, οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ το όριο που θέτει ο νόμος. Πιθανότατα, το καθεστώς αυτό θα καταλήξει απλώς διαχειριστικό εργαλείο μικροεπιδότησης και όχι μοχλός αναδιάρθρωσης της ελληνικής αγροδιατροφής.
- Η εξίσωση της μεταποίησης με την εφοδιαστική αλυσίδα, αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα αποτυχημένης κατηγοριοποίησης και απουσίας στρατηγικού σχεδιασμού. Παρά τις διακηρύξεις περί έμφασης στη βιομηχανία, η ενσωμάτωση της μεταποίησης στο ίδιο καθεστώς με τα logistics, οδηγεί σε διοικητική σύγχυση και ουσιαστική υποβάθμιση του παραγωγικού της ρόλου. Οι δύο αυτοί κλάδοι, έχουν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, ανάγκες, ρίσκα και αποδόσεις κεφαλαίου.
Η μεταποίηση αποτελεί τον πυρήνα της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της αύξησης της εγχώριας προστιθέμενης αξίας. Η εφοδιαστική αλυσίδα λειτουργεί υποστηρικτικά και αντλεί τη δυναμική της από την ύπαρξη ισχυρού βιομηχανικού ιστού. Η εξομοίωσή τους με κοινά κριτήρια αξιολόγησης και κοινό πλαίσιο επιδότησης, αναπαράγει μια πολιτική ισοπεδωτικής αντιμετώπισης των παραγωγικών δραστηριοτήτων.
- Η αναποτελεσματικότητα του νέου Αναπτυξιακού Νόμου να αντιμετωπίσει τις δομικές αδυναμίες της περιφερειακής ανάπτυξης είναι ξεκάθαρη. Τα κίνητρα που παρέχονται είναι υποτυπώδη και αποσπασματικά, αδυνατώντας να αντισταθμίσουν το υψηλό κόστος λειτουργίας, τις ελλείψεις υποδομών και τη γεωγραφική απομόνωση πολλών περιοχών (ορεινές, νησιωτικές, κλπ).
Το αποτέλεσμα είναι η διαιώνιση της ανισομερούς ανάπτυξης, με τις επιχειρήσεις να συσσωρεύονται στα μεγάλα αστικά κέντρα και τις περιφέρειες να μετατρέπονται σε «αναπτυξιακές ερήμους». Αντί για στοχευμένη στρατηγική ανασυγκρότησης, η κυβέρνηση παρουσιάζει έναν νόμο γενικών διατυπώσεων, οριζόντιων μέτρων και αδύναμων κινήτρων, αφήνοντας τις τοπικές κοινωνίες στο περιθώριο.
- Στο μεταξύ η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας για το 2025 υποχώρησε κατά τρεις θέσεις στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας που εκδίδει κάθε χρόνο το Business School IMD με έδρα τη Λωζάνη της Ελβετίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της «Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας» (World Competitiveness Yearbook – WCY) του International Institute for Management Development (IMD), τα οποία δημοσίευσε ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), η Ελλάδα για το 2025 υποχώρησε σε όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας και βρίσκεται πλέον στην 50ή θέση μεταξύ 69 χωρών, από την 47η στην οποία βρισκόταν το 2024. Η θέση της Ελλάδας στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας την πενταετία 2021-2025 υποχώρησε κατά τέσσερις (4) θέσεις, αφού το 2021 βρισκόταν στην 46η θέση και πλέον το 2025 βρίσκεται στην 50ή θέση. Η Ελλάδα για μια ακόμη χρονιά βρίσκεται στην τελευταία εικοσάδα των χωρών με τη χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα παγκοσμίως.
- Περαιτέρω όσον αφορά τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις για τις οποίες θριαμβολογεί η κυβέρνηση προέρχονται από το ξεπούλημα της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας όπως αυτό υπαγορεύεται από την λειτουργία του Υπερταμείου των δανειστών και το ξεπούλημα των κόκκινων δανείων στα funds. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση για τις ΞΑΕ που δημοσιοποίησε η UNCTAD(οργανισμός εμπορίου και ανάπτυξης του ΟΗΕ), αυτές διαμορφώθηκαν σε 7,3 δισ. δολάρια, αυξημένες κατά 41,5% σε σύγκριση με το 2023.
Όπως σημειώνει σε δημοσίευμα της η «Η Καθημερινή» στις 20.6.2025, η μεγάλη επένδυση της Masdar στην ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή καθώς και η αγορά επιπλέον μετοχών του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών από την Avialliance, οι οποίες προσφέρθηκαν από το ΤΑΙΠΕΔ, αποτελούν έναν βασικό λόγο γι’ αυτή την αύξηση. Καθοριστικό επίσης ρόλο διαδραμάτισαν οι ΞΑΕ στον κλάδο των ακινήτων, είτε στην κατηγορία του real estate είτε ως ιδιωτικές αγοραπωλησίες ακινήτων. Η αύξηση, μάλιστα, των ελάχιστων ορίων για την απόκτηση της «χρυσής βίζας» πυροδότησε, πριν από την εφαρμογή του νέου καθεστώτος, τις επενδύσεις από ξένους σε ακίνητα στην Ελλάδα. Από το σύνολο των 7,3 δισ. ΞΑΕ το 2024, αυτές που αφορούσαν εξαγορές και συγχωνεύσεις ελληνικών επιχειρηματικών οντοτήτων από ξένα κεφάλαια ήταν 1,49 δισ. δολάρια, καταγράφοντας αύξηση 47,3%. Αντίθετη ήταν η τάση που καταγράφηκε σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις Ελλήνων στο εξωτερικό, καθώς το 2024 υποχώρησαν κατά 42% και διαμορφώθηκαν σε περίπου 2,62 δισ. δολάρια, από 4,51 δισ. το 2023.
- Η δήλωση του αρμόδιου υπουργού, του κ. Θεοδωρικάκου, ότι δεν είναι εφικτό να ενεργοποιούνται κάθε χρόνο και τα 12 καθεστώτα του αναπτυξιακού νόμου για δημοσιονομικούς λόγους, αποτελεί αναγνώριση της αδυναμίας υλοποίησης του νόμου που η ίδια η κυβέρνηση σχεδίασε και ψήφισε.
Η έλλειψη προβλεψιμότητας, αποτελεί σοβαρή στρέβλωση και εμπόδιο στην ίδια την αναπτυξιακή διαδικασία. Πέρα από τις υποψίες για ευνοιοκρατική μεταχείριση, ακυρώνει στην πράξη τον στρατηγικό σχεδιασμό των επιχειρήσεων, ιδίως των μικρών και μεσαίων, οι οποίες αδυνατούν να συγχρονίσουν επενδυτικά πλάνα με έναν ασταθή και αδιαφανή μηχανισμό προκηρύξεων, που λειτουργεί με διαλείμματα.
- Είναι πραγματικά εξοργιστικό το γεγονός ότι στον αναπτυξιακό νόμο του 2025 τροποποιήθηκαν 103 από τα 155 άρθρα του προηγούμενου αναπτυξιακού του 2022, που είχε προετοιμαστεί και ψηφιστεί από την ίδια κυβέρνηση. Πρόκειται για ένα δείγμα απαράδεκτης προχειρότητας, ανευθυνότητας και πολιτικής οκνηρίας. Δεν έχει εξηγηθεί πώς είναι δυνατόν ένας τόσο κρίσιμος νόμος, που αφορά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, να χρειάζεται τόσο εκτεταμένες αλλαγές μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Μήπως εξυπηρετούνται συγκεκριμένα συμφέροντα και αναδιαμορφώνεται το πλαίσιο ανάλογα με τις πιέσεις και τις συγκυρίες; Ποιος άραγε ο ρόλος των «θεσμών» ήτοι δανειστών για την διαδικασία αυτή; Με αυτούς τους πρόχειρους πειραματισμούς, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι και οι σημερινές ρυθμίσεις θα έχουν διάρκεια.
- Η πρόβλεψη, σύμφωνα με την οποία τα μεγάλα επενδυτικά σχέδια που υλοποιούνται από ΜμΕ, μπορούν να εξασφαλίζουν χρηματοδότηση με την εγγύηση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, ή του Ελληνικού Δημοσίου, μέσω Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, αποκαλύπτει έναν επιλεκτικό σχεδιασμό που δημιουργεί ανισότητες μεταξύ επιχειρήσεων.
Προκαλεί εύλογα ερωτήματα η μη καθολική εφαρμογή αυτού του εργαλείου και η αποκλειστικότητα υπέρ των «μεγάλων» σχεδίων. Δεν εξηγείται για ποιο λόγο μια μικρή επιχείρηση με ένα επενδυτικό σχέδιο π.χ. 200.000 € να μην μπορεί να έχει την ίδια δυνατότητα κρατικής εγγύησης, όταν μάλιστα είναι αυτές οι επιχειρήσεις που κατά κανόνα αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα πρόσβασης στη χρηματοδότηση. Η κυβερνητική επιλογή εδραιώνει ένα μοντέλο όπου η βοήθεια πηγαίνει εκεί που υπάρχουν ήδη δυνατότητες, αντί να κατευθύνεται προς τα σημεία μεγαλύτερης ανάγκης και πολλαπλασιαστικού οφέλους. Άλλωστε, η ιστορική εμπειρία από τη χρήση εγγυήσεων του Δημοσίου είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένη : τεράστιες απώλειες, καταπτώσεις εγγυήσεων και στρεβλώσεις στην αγορά.
- Η κυβέρνηση, προκειμένου να περάσει φιλοεπενδυτικά μέτρα χωρίς κοινωνικό πρόσημο, επικαλείται ως άλλοθι το ότι δήθεν σκοπός του αναπτυξιακού νόμου είναι ότι θα αντιμετωπίσει το οξύ δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Πρόκειται για μια ακόμα προσπάθεια να καλυφθούν με μεγάλα λόγια οι χρόνιες παθογένειες, με το βλέμμα στραμμένο αποκλειστικά στην προσέλκυση επενδύσεων, αφήνοντας στο περιθώριο την πραγματική κοινωνική διάσταση του ζητήματος.
Το δημογραφικό δεν είναι παράρτημα της αγοράς και η υπογεννητικότητα δεν θεραπεύεται με φοροαπαλλαγές για επιχειρήσεις ούτε με ασαφείς υποσχέσεις για «ανάπτυξη στην περιφέρεια». Χρειάζονται στοχευμένες πολιτικές στήριξης των νέων οικογενειών, πραγματική ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και μέτρα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, της ανασφάλειας και της ανεργίας των νέων. Η δήθεν σύνδεση της ανάπτυξης με την αύξηση των γεννήσεων είναι όχι μόνο απλουστευτική, αλλά και προσβλητική για μια κοινωνία που βλέπει χρόνο με τον χρόνο τις δομές της να καταρρέουν και τις νέες γενιές να φεύγουν στο εξωτερικό.
***
Συμπερασματικά, με το λεγόμενο Αναπτυξιακό Νόμο η κυβέρνηση υιοθετεί χωρίς ενδοιασμούς ένα βαθιά αντιπαραγωγικό και αντικοινωνικό μοντέλο ανάπτυξης, προσανατολισμένο στις απαιτήσεις μεγάλων πολυεθνικών ομίλων και εγχώριων ολιγαρχών και όχι στις πραγματικές ανάγκες του κράτους, της οικονομίας και των πολιτών. Πρόκειται για μια «στρατηγική» που περιθωριοποιεί το δημόσιο συμφέρον και θυσιάζει τη βιώσιμη προοπτική της ελληνικής οικονομίας στον βωμό της ιδεολογικής εμμονής στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο, το οποίο αποτελεί τον μανδύα τους ξεπουλήματος της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας. Η Ελλάδα τόσο με τα κεφάλαια του ΕΣΠΑ όσο και με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης χάνει, με ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ίσως την τελευταία ευκαιρία που της δόθηκε για παραγωγική ανασυγκρότηση και υγιείς επενδύσεις, έστω σε βαθμό ανάλογο της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης.
Αντώνης Καλόγηρος
Μέλος Βουλευτηρίου της ΝΙΚΗΣ
Οικονομολόγος, Υπεύθυνος Θ.Ο. Εθνικής Οικονομίας της ΝΙΚΗΣ
Επ. Χ.
Οικονομολόγος