Στον μετα-φιλελεύθερο κόσμο που διαμορφώνεται, όπου η ισχύς συχνά υπερισχύει της αρχής και η τεχνοκρατία υποκαθιστά την πολιτική, μια διαφορετική πρόταση φαίνεται να αναδύεται από την ελληνική περιφέρεια της Ευρώπης. Πρόκειται για μια εθνική και πολιτισμική θεώρηση των διεθνών σχέσεων, που επιδιώκει να αποκαταστήσει το ηθικό στοιχείο της κρατικής κυριαρχίας. Το κίνημα ΝΙΚΗ ενσαρκώνει αυτή τη μετατόπιση, επιχειρώντας να αναδείξει έναν τρίτο δρόμο ανάμεσα στη ρεαλπολιτίκ της εξάρτησης και στην ουτοπία του διεθνισμού.
Στον πυρήνα της βρίσκεται η πεποίθηση ότι η εξωτερική πολιτική δεν είναι απλώς εργαλείο ισχύος, αλλά προέκταση της εθνικής ψυχής. Η Ελλάδα, στη συλλογιστική αυτή, δεν μπορεί να λειτουργεί ως τεχνική μονάδα ενός υπερεθνικού μηχανισμού, αλλά ως πολιτισμικό υποκείμενο με διακριτή φυσιογνωμία και ιστορική αποστολή. Η συμμετοχή της σε διεθνείς οργανισμούς, ενώσεις ή αμυντικές συμμαχίες παραμένει θεμιτή, εφόσον δεν αναιρεί το πρωτείο της εθνικής ταυτότητας και του ορθόδοξου αξιακού της υπόβαθρου.
Η ΝΙΚΗ απορρίπτει τον μεταμοντέρνο σχετικισμό που βλέπει τα έθνη ως διαχειριστικές μονάδες παγκόσμιων ισορροπιών. Στη θέση του, προτείνει έναν πατριωτικό ρεαλισμό, όπου η εθνική κυριαρχία συνυπάρχει με τη στρατηγική σύνεση, και η πίστη δεν έρχεται σε αντίθεση με τον ορθολογισμό. Το κριτήριο κάθε διεθνούς σχέσης δεν είναι το μέγεθος της δύναμης, αλλά η ποιότητα του σεβασμού προς την ταυτότητα και τα όρια του άλλου.
Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό το δόγμα μεταφράζεται σε μια διπλωματία αρχών. Η ΝΙΚΗ προκρίνει την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων όχι ως εργαλείο επιθετικότητας, αλλά ως έκφραση εθνικής αξιοπρέπειας. Παράλληλα, δίνει έμφαση στην πολιτισμική ισχύ – τη γλώσσα, την εκπαίδευση, την Ορθοδοξία και τη διασπορά – ως πεδία ήπιας επιρροής που μπορούν να επαναφέρουν την Ελλάδα στο διεθνές προσκήνιο όχι ως πελάτη, αλλά ως πηγή πολιτισμού.
Η ΕΕ, το ΝΑΤΟ ή οποιοσδήποτε διεθνής θεσμός γίνονται αποδεκτοί μόνο στον βαθμό που υπηρετούν το κοινό αγαθό χωρίς να διαβρώνουν την κυριαρχία.
Η εξωτερική πολιτική, κατά συνέπεια, παύει να είναι ζήτημα «στρατοπέδου» και γίνεται έκφραση ταυτότητας – μια νέα μορφή πολιτικού ρεαλισμού που αντλεί ισχύ από το πολιτισμικό κεφάλαιο και όχι από τις επιδοτήσεις ή τις στρατηγικές εξαρτήσεις.
Η θεώρηση αυτή, όσο και αν μοιάζει ασύμβατη με τα κυρίαρχα δυτικά πρότυπα, αγγίζει μια υπαρξιακή ανάγκη: να επανασυνδέσει την Ελλάδα με τον ίδιο της τον εαυτό.
Σε μια εποχή όπου η πολιτική έχει αποκοπεί από την παράδοση και η εξουσία έχει μετατραπεί σε διαχείριση, το δόγμα της ΝΙΚΗΣ υπενθυμίζει ότι η ισχύς ενός έθνους δεν πηγάζει μόνο από τα όπλα ή την οικονομία, αλλά από τη συνείδηση του ποιο είναι και τι υπηρετεί.
Αυτό δεν είναι απλώς ένα πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής. Είναι μια φιλοσοφία εθνικής παρουσίας – μια προσπάθεια να επανέλθει το πνεύμα εκεί όπου έχει απομείνει μόνο η τεχνική. Και ίσως εκεί να βρίσκεται η αληθινή της δύναμη.
Γεώργιος Νικολάκος, τομεάρχης Αποδήμου Ελληνισμού της ΝΙΚΗΣ